Aπό την μία μπορεί να γλυτώνουν το έξτρα άγχος και το τρέξιμο από την άλλη όμως χρειάζεται να θυσιάσεις σημαντικά κομμάτια του εαυτού σου. Υπάρχουν στιγμές που το μόνο που θέλεις είναι να πάρεις μια βαθιά ανάσα και να σταματήσεις τον χρόνο. Διαβάζοντας τα λόγια αυτών των γυναικών, θα καταλάβετε ότι η κατάθλιψη έχει πολλά πρόσωπα, είναι ύπουλη και σε διαλύει…
«Κανείς δεν μιλάει για την απομόνωση. Κανείς δεν μιλάει για τη χαμένη σου ταυτότητα.»
«Μη εργαζόμενη μαμά: έχει την ευλογία και προφανώς την οικονομική δυνατότητα να μένει στο σπίτι και να μεγαλώνει τα παιδιά της. Για ποιον λόγο να παραπονεθεί; Άλλες γυναίκες θα έδιναν τα πάντα για να μπορέσουν να σταματήσουν τη δουλειά και να φροντίζουν τα παιδιά τους. Σωστά; Μακάρι να ήταν τόσο απλό. Από την μία, νιώθουμε ευγνωμοσύνη που μπορούμε και μεγαλώνουμε τα παιδιά και από την άλλη ένα κενό!
Κανείς δεν μιλάει για την απομόνωση. Κανείς δεν μιλάει για την χαμένη μας ταυτότητα. Κανείς δεν μιλάει για την μοναξιά και το πώς είναι να νιώθεις ότι χάνεις καθημερινά τον εαυτό σου.
Κανείς δεν βλέπει τα δάκρυα της κούρασης, αφού κανείς δεν καταλαβαίνει γιατί είμαστε κουρασμένες ή εκνευρισμένες. Δεν έχουμε την πίεση της δουλειάς… Το μόνο που πρέπει να μας απασχολεί είναι τα παιδιά και το νοικοκυριό. Όλοι πιστεύουν ότι η ζωή μας είναι πιο εύκολη από αυτή των εργαζόμενων μαμάδων. Ωστόσο, δεν έχουν δίκιο.
Είναι μεγάλο πλήγμα να μην νιώθεις γυναίκα, να μην αισθάνεσαι δημιουργική. Με τον καιρό εξαντλείσαι τόσο σωματικά, όσο και ψυχικά. Υπάρχουν στιγμές που θέλεις να κλειστείς στο μπάνιο μόνη σου, να κλάψεις και να μην μιλήσεις σε κανέναν.
Πριν από κάποια χρόνια εργαζόμουν. Είχα κοινωνική ζωή, μιλούσα με κόσμο και ήμουν ανεξάρτητη οικονομικά. Δεν ένιωθα ούτε σαν ισόβια καμαριέρα, ούτε ότι πνίγομαι μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Έχω συναντήσει πολλές γυναίκες που μου λένε ‘’Τι ωραίο που είσαι σπίτι με τα παιδιά’’ ή ‘’ έχεις πολύ χρόνο. Μακάρι να μην εργαζόμουν…’’
Δεν τους απαντώ. Απλά χαμογελώ. Είμαι σίγουρη πως μέσα σε 6 μήνες θα έχετε αλλάξει γνώμη. Αγαπώ τα παιδιά μου, αλλά δεν είμαι πια ο εαυτός μου.»
«Δεν μπορούσα ούτε να κλάψω απ’ την κούραση»
«Η δίχρονη κόρη μου έκλαιγε με το παραμικρό. Ο 6χρονος γιος μου ζήλευε και αντιδρούσε συνεχώς. Κάθε φορά που καθάριζα ένα δωμάτιο, σε ένα άλλο γινόταν πανικός. Ο νεροχύτης ήταν πάντα γεμάτος και όταν ο σύζυγός μου επέστρεφε από τη δουλειά, ένιωθα ακόμη περισσότερη πίεση. Να έχω έτοιμο το φαγητό, να κάνουν ησυχία τα παιδιά, να είναι όλα έτοιμα και καθαρά. Γιατί εγώ είχα αναλάβει το σπίτι. Η καθημερινότητα ήταν τόσο γρήγορη και απαιτητική που άρχισα να νιώθω θυμό, ζήλια και…τύψεις. Θύμωνα που με θεωρούσαν δεδομένη, ζήλευα τον άντρα μου που είχε προσωπική ζωή και ένιωθα τύψεις που τα ένιωθα όλα αυτά. Υπήρχαν στιγμές μάλιστα που αισθανόμουν αχάριστη, με αποτέλεσμα να νιώθω περισσότερο πιεσμένη. Σχεδόν κάθε βράδυ, αφού είχαν κοιμηθεί όλοι, καθόμουν στην κουζίνα και έκλαιγα.
Όταν κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω έτσι, μίλησα στον άντρα μου. Του είπα όλα όσα με απασχολούσαν και με έκαναν δυστυχισμένη. Με πήρε αγκαλιά και μου είπε πως θα βρούμε λύση μαζί. Ήταν σαν να μου έφυγε ένα βάρος. Μετά από αυτό, νιώθω καλύτερα με τον εαυτό μου. Άρχισα να δουλεύω part-time, να παίζω περισσότερο με τα παιδιά μου. Πλέον δεν καθάριζα όλη την ημέρα το σπίτι, αλλά το ζούσα. Έτσι, άρχισα πάλι να βρίσκω τον εαυτό μου.
«Οι ενοχές και ο φόβος καταλαμβάνουν το μυαλό μου. Τι θα γίνει αν ο άντρας μου χάσει τη δουλειά του;»
«Όταν δεν εργάζεσαι και δεν έρχεσαι σε επαφή με πολλούς ανθρώπους, εγκλωβίζεσαι στον μικρόκοσμό σου. Υπάρχουν μόνο τα παιδιά και ο άντρας σου. Στην αρχή νόμιζα πως χρειαζόμουν μόνο αυτό. Η συνεχής πίεση όμως και η κούραση με διέλυαν καθημερινά. Γκρίνιαζα, εκνευριζόμουν και μόλις επέστρεφε ο σύζυγός μου από την δουλειά κλειδωνόμουν στο δωμάτιό μας για 15 λεπτά και ούρλιαζα στο μαξιλάρι.
Μετά ηρεμούσα και σκεφτόμουν ότι η κατάσταση θα ήταν δυσκολότερη αν εργαζόμουν. Ωστόσο, οι ενοχές και ο φόβος κέρδιζαν συνεχώς έδαφος. Έκανα δυσοίωνες σκέψεις: ‘’ τι θα γίνει αν ο άντρας μου χάσει την δουλειά του;’’ ή ‘’τι θα γίνει αν γνωρίσει κάποια άλλη γυναίκα’’.
Ένιωθα παγιδευμένη. Κοιταζόμουν στον καθρέπτη και δεν με αναγνώριζα. Πού πήγε η γυναίκα που ήμουν κάποτε; Έμεινα απλώς ένα απομεινάρι του παλιού μου εαυτού που προσπαθεί να κρατήσει τις οικογενειακές ισορροπίες. Ήθελα να εξαφανιστώ. Κοιτούσα τα παιδιά μου και μισούσα τον εαυτό μου για τις σκέψεις μου. Τα αγκάλιαζα σφιχτά, τους έδινα φιλιά και τους ζητούσα συγγνώμη κι ας μην ήξεραν τον λόγο.
Όταν μίλησα για την κατάστασή μου σε μια φίλη, μου πρότεινε να δω έναν ειδικό για να με βοηθήσει. Και πράγματι, από τότε μπορώ και αντεπεξέρχομαι καλύτερα στην καθημερινότητα»