Η στάση, η προσωπικότητα
των γονέων και η οικογενειακή δομή είναι καθοριστικοί παράγοντες στην
εξέλιξη της κρίσης της εφηβείας.Απέναντι στον έφηβο που προχωράει στην
ενηλικίωση ο γονιός δεν διαθέτει την άνεση και την κυριαρχία που είχε
απέναντι στο παιδί του. Νοιώθει να χάνει το παιδί του οριστικά, νιώθει
εγκαταλελειμμένος, ξεχασμένος και κινδυνεύει να εμπλακεί σε ένα
επιθετικό ανταγωνισμό με τον έφηβο.
Γράφει η Eπίκουρη Καθηγήτρια Παιδοψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κυρία Ελένη Λαζαράτου.
Πολλοί γονείς αναβιώνουν στο παρόν τις
συγκρούσεις του είχαν εκείνοι στην εφηβεία. Διαπιστώνουν στα παιδιά τα
δικά τους χαρακτηριστικά, τα θεωρούν προέκταση του εαυτού τους και
προσπαθούν μέσω του παιδιού να εκπληρώσουν τα δικά τους ανεκπλήρωτα
όνειρα. Έρχονται έτσι σε αναπόφευκτη σύγκρουση με τον έφηβο που πάνω
απ’όλα θέλει να βρει τον εαυτό του.
Όσο πιο ικανοποιημένοι είναι οι γονείς
από τον εαυτό τους και από το γάμο τους τόσο πιο εύκολα θα επιτρέψουν
στον έφηβο να ολοκληρώσει τις διεργασίες που θα τον οδηγήσουν στην
αυτονομία του.
Το πεδίο όπου οι γονείς θα δοκιμαστούν
περισσότερο κατά τη διάρκεια της εφηβείας είναι εκείνο της επιβολής της
γονεϊκής εξουσίας. Οι έφηβοι απαιτούν την κατάργηση των απαγορεύσεων και
του ελέγχου, διεκδικούν την απεριόριστη ελευθερία τους για το που θα
πάνε, με ποιον θα πάνε , τι ώρα θα γυρίσουν.
Ο γονέας μπορεί να καθορίσει το όριο
της επιστροφής συνυπολογίζοντας την ηλικία του εφήβου, το είδος της
εξόδου, αν είναι σε σχολική περίοδο ή σε διακοπές, την παρέα η οποία
συμμετέχει και διάφορες άλλες παραμέτρους. Τα όρια του πλαισίου τα οποία
ο ενήλικας επιβάλλει μπορεί λίγο ως πολύ να είναι αυθαίρετα
αλλά μαρτυρούν το συμβατικό κύρος των γονέων. Η έλλειψη ορίων π.χ. να
μην καθοριστεί ορισμένη ώρα επιστροφής, μπορεί να θεωρηθεί έλλειψη
περιορισμού αλλά και αδιαφορία (δεν με νοιάζει αν θα γυρίσεις).
Οι περισσότεροι γονείς όμως επιθυμούν να
ελέγχουν το παιδί τους, επιθυμία που εντείνεται όλο και περισσότερο
καθώς το παιδί μεγαλώνει. Ο έλεγχος επεκτείνεται στο κοινωνικό
περιβάλλον, στις σχέσεις του εφήβου αλλά και στην καθημερινή του ζωή,
στο ντύσιμο, στη διατροφή, στην απόδοση του στο σχολείο. Όταν ο έφηβος
υποτάσσεται οι γονείς είναι καθησυχασμένοι αλλά δεν βλέπουν ότι έτσι
ανακόπτεται η πορεία του προς την αυτονόμηση όχι μόνο στο επίπεδο της
υλικής πραγματικότητας αλλά και της ψυχικής.
Ο γονέας πρέπει να είναι έτοιμος να
βιώσει τον αποχωρισμό και ανάλογα με την αποχή του στο άγχος να δεχθεί
κάποιες στιγμές να μην γνωρίζει που είναι ο έφηβος, με ποιον είναι και
τι κάνει. Οι γονείς που δεν αντέχουν την άγνοια είναι εκείνοι που έχουν
ανάγκη να διατηρήσουν με τον έφηβο ένα δεσμό παρόμοιο με εκείνο της
παιδικής ηλικίας και να μην του επιτρέψουν τον αποχωρισμό.
Όσο μεγαλύτερες όμως είναι οι
απαγορεύσεις τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος βιαίας αντίδρασης εκ μέρους του
εφήβου και πραγματικής φυγής για να αποφύγει την επιβολή της εξουσίας. Η
ρήξη επέρχεται κυρίως σε οικογένειες με αυστηρούς μηχανισμούς που δεν
επιτρέπεται η αμφισβήτηση και η διαλεκτική της σύγκρουση.
Στον αντίποδα βρίσκονται οι γονείς που
αναζητούν μια διαρκή επικοινωνία με τον έφηβο. Δηλώνουν ότι είναι φίλοι ,
προσπαθούν να έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα και τους ίδιους τρόπους
διασκέδασης.
Είναι οι γονείς που προσπαθούν να
αναιρέσουν την διαφορά μιας γενιάς που τους χωρίζει από το παιδί τους
βιώνουν την ψευδαίσθηση μιας παρατεταμένης δικής τους εφηβείας αλλά
αδυνατούν να επωμισθούν τον γονεϊκό ρόλο και να θέσουν όρια στον έφηβο.
Οι γονείς όταν το παιδί τους φθάνει στην
εφηβεία περνούν την κρίση της μέσης ηλικίας. Έχουν φθάσει στην ηλικία
των 50, διαπιστώνουν ότι τους έχει μείνει λίγος χρόνος για την
πραγμάτωση των φιλοδοξιών τους και ότι η σεξουαλικότητά τους μειώνεται,
ενώ βλέπουν τα όνειρα για ζωή και η σεξουαλικότητα του εφήβου να
ανατέλλουν. Ο πατέρας αρχίζει να ανησυχεί για τη σεξουαλική του ισχύ
όταν ο γιος αποδεικνύει με τη σωματική του δύναμη και τη σεξουαλικότητα
του ότι είναι πιο ισχυρός. Οι γυναίκες υποφέρουν από τα συμπτώματα της
εμμηνόπαυσης όταν η κόρη τους αρχίζει να έχει περίοδο και πρέπει να την
ενημερώσουν για τις δυσκολίες αλλά και τις ικανοποιήσεις της σεξουαλικής
ζωής.
Ο διάλογος εφήβων και γονέων
αναδεικνύεται μια καθοριστική παράμετρος που διευκολύνει το πέρασμα από
την παιδική στην ενήλικη ζωή.
Ενώ αυτός ο διάλογος είναι απαραίτητος,
σπάνια βιώνεται από τον έφηβο με τρόπο θετικό και ικανοποιητικό. Μπαίνει
σ’ αυτό το διάλογο υποστηρίζοντας ακόμη και με παράλογο τρόπο τις
απόψεις του, ακούγοντας ελάχιστα τα επιχειρήματα των γονιών του και τον
κλείνει επιβεβαιώνοντας ακόμη μια φορά την έλλειψη αμοιβαίας κατανόησης.
Αυτός ο αδύνατος διάλογος δείχνει την
ανάγκη του εφήβου να προκαλέσει τους γονείς του, να επιδείξει τη διαφορά
του, να σταθεί ίσος συνομιλητής απέναντί τους. Σ’ ένα λιγότερο
συνειδητό επίπεδο αποδεικνύει την ανάγκη του να κρατήσει τον δεσμό και
να συνεχίσει να εξαρτάται από τους γονείς του.
Οι γονείς με τη σειρά τους θα πρέπει να
συνεχίσουν ή να συμμετέχουν σ’ αυτό το διάλογο αν και γνωρίζουν εκ των
προτέρων την αποτυχία του. Ο έφηβος πιθανόν να μην δέχεται τις απόψεις
τους αλλά τις έχει ανάγκη για να αντιπαρατεθεί και να μπορέσει να
διαμορφώσει τις δικές του.
Όταν οι οικογένειες έχουν άκαμπτες
αυστηρές δομές και προσπαθούν να επιβάλλουν χωρίς να ανατρέχουν σ’ αυτό
το διάλογο ο έφηβος έχει δύο λύσεις. Έντονη διαμαρτυρία, απόρριψη όλων
των οικογενειακών κανόνων και πέρασμα στην πράξη ή πλήρη αποδοχή,
υποταγή και παθητικότητα. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση δεν
εξελίσσεται ομαλά η διεργασία που θα επέτρεπε στον έφηβο να
διαφοροποιηθεί αλλά και να παραμείνει μέλος της οικογενειακής ιστορίας.
Σ’ αυτή την πορεία που ο
έφηβος διακηρύσσει την ανεξαρτησία του αλλά ταυτόχρονα αναζητά τη
σιγουριά εξάρτησης από τους γονείς του, οι γονείς πρέπει να σταθούν
δυνατοί. Γνωρίζοντας ότι αποτελούν τον πρώτο στόχο επιθετικότητας του
εφήβου θα πρέπει να δεχθούν τα χτυπήματα χωρίς να φοβηθούν ή να τα
χάσουν και χωρίς να αποποιηθούν τον γονεϊκό τους ρόλο. Οφείλουν να
συνεχίσουν με συνέπεια να θέτουν τα όρια γνωρίζοντας ότι ο έφηβος τα
χρειάζεται για να συγκρουστεί μαζί τους και να μπορέσει να τους
ξεπεράσει. Ο έφηβος έχει ανάγκη να ανήκει σε μια δομή που δεν καταρρέει
από την επιθετικότητα του, ούτε αντεκδικείται την αντιπαράθεσή του.
Ακόμη και οι πιο σίγουροι για
τον εαυτό τους γονείς υποφέρουν από την συνεχή επίθεση και την εικόνα
του κακού γονέα που τους απευθύνει ο έφηβος. Πρέπει όμως να επιβιώσουν
συναισθηματικά, να μην πληγωθούν βαθιά και να συνεχίσουν να
ενδιαφέρονται και να προστατεύουν τον έφηβο. Πρέπει να είναι δυνατοί και
να αποτελούν καταφύγιο, να εμπεριέχουν, να περιορίζουν και ταυτόχρονα
να δίνουν τη δυνατότητα στον έφηβο να ανοίγεται σε νέες εμπειρίες. Μόνο
έτσι θα ξεφύγουν από τη σχέση γονέων προς το μικρό παιδί και θα περάσουν
προοδευτικά σε μια ισότιμη σχέση ενήλικα προς ενήλικα.