Η αμφιβολία είναι η χειρότερη πηγή στρες
Όσοι πιστεύουν ότι η άγνοια είναι καλύτερη από την αμφιβολία, μάλλον έχουν δίκιο.
Μια
νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι το να ξέρει κάποιος ότι υπάρχει μία
πιθανότητα να συμβεί κάτι κακό, του προκαλεί περισσότερο στρες απ’ ό,τι
το να ξέρει ότι σίγουρα θα το πάθει.
Στη
μελέτη συμμετείχε ομάδα εθελοντών, στους οποίους επιστήμονες από το
University College του Λονδίνου (UCL) είπαν ότι είτε δεν θα τους έκαναν
ένα ήπιο ηλεκτροσόκ, είτε ότι είχαν 50% ή 100% πιθανότητες να τους το
κάνουν.
Πριν
και μετά την δήλωση αυτή, και εν αναμονή του πιθανού, σίγουρου ή
ανύπαρκτου ηλεκτροσόκ, οι επιστήμονες μέτρησαν στο σάλιο των εθελοντών
τα επίπεδα της ορμόνης του στρες, της κορτιζόλης.
Αποτέλεσμα: τα
υψηλότερα επίπεδα, επομένως και το εντονότερο στρες, είχαν οι εθελοντές
με τις 50% πιθανότητες να υποβληθούν στο ηλεκτροσόκ, δηλαδή εκείνοι οι
οποίοι ήσαν αβέβαιοι για το αν θα το έκαναν ή όχι, γράφουν στην
επιθεώρηση «Nature Communications».
Για
να επαληθεύσουν το εύρημα αυτό, ζήτησαν από 45 άλλους εθελοντές να
παίξουν σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ένα παιχνίδι, στο οποίο έπρεπε να
γυρνούν βράχους κάτω από τους οποίους μπορεί να υπήρχαν φίδια.
Οι
εθελοντές έπρεπε να μαντεύουν αν θα υπάρχει φίδι ή όχι, και αναλόγως να
αποφασίσουν την κίνησή τους. Όταν όντως υπήρχε φίδι, τους γινόταν ένα
ήπιο ηλεκτροσόκ στο χέρι.
Με
το πέρασμα της ώρας μάθαιναν ποιοι βράχοι ήταν πιθανότερο να κρύβουν
φίδια, αλλά οι πιθανότητες άλλαζαν στη διάρκεια του πειράματος, με
συνέπεια να αναπτύσσουν διάφορα επίπεδα αβεβαιότητας όσο έπαιζαν.
Υποβάλλοντάς
τους πάλι σε εξετάσεις σιέλου, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι και σε αυτή
την περίπτωση το στρες τους αυξανόταν όταν ένιωθαν αβέβαιοι για το αν θα
υπήρχε φίδι κάτω από ένα βράχο που γύριζαν και, επομένως, αν θα τους
γινόταν ηλεκτροσόκ στο χέρι ή όχι.
Επιπλέον,
η κόρη των ματιών τους διαστελλόταν και αυξανόταν η αγωγιμότητα του
δέρματός τους – ενδείξεις οι οποίες επίσης υποδηλώνουν οξύ στρες.
Μάλιστα,
ήταν τόσο εμφανείς οι διαφορές στους δείκτες αυτούς αναλόγως με το
επίπεδο της αβεβαιότητας που ένιωθαν οι εθελοντές, ώστε οι επιστήμονες
έφτασαν στο σημείο να μπορούν να προβλέπουν με αρκετά μεγάλη ακρίβεια
πόσο στρες θα ένιωθαν αναλόγως με το στάδιο της μελέτης, κατά τον
επικεφαλής ερευνητή δρα Άρτσι ντε Μπέρκερ, από το Ινστιτούτο Νευρολογίας
του UCL.
«Τα
ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι είναι πολύ χειρότερο να μην ξέρεις αν θα
συμβεί κάτι κακό απ’ ό,τι το να ξέρεις θετικά ότι θα συμβεί ή όχι»,
είπε. «Σε αυτό συνηγορούν τόσο οι ψυχολογικοί όσο και οι σωματικοί
δείκτες του στρες που αξιολογήσαμε: οι εθελοντές μας ίδρωναν περισσότερο
και οι κόρες των ματιών τους διαστέλλονταν όταν ένιωθαν την μεγαλύτερη
αβεβαιότητα».
Οι ερευνητές λένε ότι είναι η πρώτη φορά που εξετάζεται η επίδραση της αβεβαιότητας στα επίπεδα του στρες που νιώθει κανείς, αλλά εκτιμούν ότι ο περισσότερος κόσμος γνωρίζει καλά πόσο σημαντικός είναι ο αντίκτυπός της.
«Το
χειρότερο σενάριο στη ζωή είναι πραγματικά να μην ξέρεις – και αυτό
αφορά τα πάντα, από την εργασιακή αβεβαιότητα έως την αναμονή των
αποτελεσμάτων μιας ιατρικής εξέτασης ή της απάντησης σε μια συνέντευξη
για δουλειά», είπε ο δρ Ρόμπ Ράτλετζ, ερευνητής στο Κέντρο Απεικονιστικής Νευροεπιστήμης του UCL