Κλείνω τα μάτια. Μια μουσική γνώριμη μα τόσο ξένη. Σαν
να τρέχω σε κάθε γωνιά του μυαλού να βρω από ποια στιγμή που πέρασε,
έμεινε στο χώρο να παίζει. Κι ο δρόμος αυτός είναι τόσο ξένος μα τόσο
παράξενα γνώριμος. Κι αυτός ο αέρας που χαϊδεύει το πρόσωπό μου ζεστός
και φιλόξενος.
Είναι
σαν να μου λέει προχώρα κι ας είναι τα μάτια κλειστά, ό,τι γνώριμο
πέρασε, σε προστατεύει στο άγνωστο που πρέπει να βαδίσω.
Και
φοβάμαι, αλήθεια, φοβάμαι τα άγνωστα, τις καινούργιες αρχές όσο κι αν
θέλω ακόμα μέσα μου να κρατώ στα χέρια σφιχτά ό,τι ο χρόνος μού ρήμαξε.
Γνωστά σημάδια, ίδιες γνώριμες πληγές μα είναι κι αυτός ο καπνός σε φωτιά που αρχινά, μα τη σβήνω στο φόβο της αλλαγής.
Υπάρχει
αλήθεια αρχή χωρίς αυτή τη φωτιά που ξεκινά απ’τις ανάγκες που έχουμε;
Την ανάγκη να γίνει χίλια κομμάτια αυτό το φιάσκο που ζούμε; Αυτή η
ανάγκη να σαμποτάρουμε τη μηχανή που γίναμε.
Γιατί
αντί για όνομα, γίναμε ένας αριθμός, μια ακόμη μονάδα που σαν μέλισσα
εργάζεται απ’την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής της να μαζέψει γύρη για να
ταΐσουν τη βασίλισσά τους.
Και ποια είναι αλήθεια αυτή η βασίλισσα για τον κάθε ένα από εμάς; Ποιος δαίμονας μας κρατά δέσμιους σ αυτή την ουτοπική φυλακή;
Χρόνος.
Φεύγει, περνά και στα καλά και στα κακά. Δεν υπακούει σε βασιλιάδες.
Δεν εξαγοράζεται. Σου πουλάει το παραμύθι του μα στο τέλος σε χτυπά
αδυσώπητα κάθε που τον θεωρείς δεδομένο. Σου φωνάζει “περνώ φίλε”.
Και είναι αυτές οι στιγμές που δεν υπάρχει καμία διέξοδος απ’το να μπει φωτιά να κάψει ό,τι απέμεινε. Να σπάσουν πια οι σιγουριές που αυτές οι εθιστικές συνήθειες μας προσφέρουν.
Το
άγνωστο θα κάνει πάντα την καρδιά μας να τρέμει και να πατά γκάζι σε
όπισθεν πηγαίνοντας σε κάθε αρχή που μας σημάδεψε. Θα διψά να ζήσει
ξανά, θα φωνάζει να νιώσει ξανά να κτυπά από έρωτα γι’ αυτόν που την
έκλεψε.
Θα
φωνάζει και θα εκλιπαρεί να το νιώσει για ακόμα μια φορά, μα σε κάθε
της όπισθεν ο χρόνος θα γελά άτιμα και σαρκαστικά πίσω της.
Τρέλα
και λογική. Δυο αδέρφια χωρισμένα στη γέννα. Μεγαλωμένα σε δυο
διαφορετικά σπίτια. Η τρέλα μεγάλωσε στα σκοτάδια, στον πόνο και στην
απώλεια. Έμαθε να έρχεται κοντά μας κάθε που το μέσα μας αιμορραγεί και
φωνάζει.
Κι
η λογική, αυτή η καλοαναθρεμμένη μικρή και εύθραυστη αδερφή της
μεγάλωσε στο φως, με τους καλύτερους δασκάλους σε κάτι σαλόνια που το
φως ήταν άπλετο.
Μα
το αίμα τους φώναζε πάντα η μια την άλλη. Και κάθε που η τρέλα
συναντούσε τη λογική μια φωτιά στον κάθε ένα από εμάς έκανε στάχτη το
χρόνο. Τον ανίκητο ορφανό χρόνο.
Που το ίδιο αίμα με αυτόν κανείς δεν βρέθηκε να έχει. Σαν να ήρθε μόνος του και τρέφεται με ότι μας κλέβει.
Δεν
έχω οδηγίες όπως ούτε κι εσύ να σου δώσω γι’ αυτή την αρχή που τόσο
αποζητά η ψυχή για να ανασάνει. Κάθε που θα νιώθεις αυτή τη ζεστασιά της
φωτιάς που πάει να απλώσει μέσα σου, κάθε που αυτή η μυρωδιά των
στιγμών φτάσει κοντά σου, άσε να τα κάνει όλα στάχτη.
Κράτα
ένα ποτήρι νερό να σβήσεις μόνο τη στιγμή που δεν θες να καεί και κράτα
την στη καρδιά σου συντροφιά σ’ αυτή την άγνωστη ζωή που σε περιμένει.
Και
μη φοβάσαι. Ό,τι δεν ζήσεις, σε ό,τι κλείσεις τα μάτια στο φόβο του
άγνωστου, μάθε πως ο χρόνος θα στο ξαναφέρει μπροστά σου μέχρι να βρεις
τη δύναμη να το αρπάξεις.
Γιατί δεν είναι μόνο κλέφτης στιγμών. Είναι και σύμμαχος όταν πραγματικά το θέλει.