Μάθημα ζωής. Μοιάζει με λογοτεχνικό κείμενο αλλά θα σας διηγηθώ ένα
πραγματικό γεγονός. Ήμουν 18 παρά. Πέρασα εκεί που μου άρεσε, αλλά σαν
φιλόλογος θα ήταν δύσκολα τα πράγματα από οικονομικής απόψεως. Ήδη
έβγαζα ένα χαρτζιλίκι από δουλειές σχετικές με πληροφορική (με
υπολογιστές είχα μπλέξει από νωρίς) και ήθελα να συμπληρώσω κάποια
χρήματα για να ανοίξω επιχείρηση υπηρεσιών διαδικτύου.
Για δυο χρόνια λοιπόν περίπου, όντας και φοιτητής, έκανα διάφορες
δουλειές. Η πιο σημαντική εμπειρία που είχα στο διάστημα αυτό, ήταν το
καλοκαίρι του 1999. Για δυο μήνες, βοήθησα τον Μανώλη.
Ο Μανώλης ήταν ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Γύρω στα 50. Κάποτε είχε
ταβέρνα. Δυστυχώς όμως, εξαιτίας κάποιας ασθένειας, του ακρωτηρίασαν τα
πόδια και αναγκάστηκε να κλειστεί σπίτι. Μπορούσε όμως να
αυτοεξυπηρετηθεί και δεν επιβάρυνε κανέναν να τον φροντίζει.
Του άρεσαν και οι χειροτεχνίες. Εξελίχθηκε σε ειδικό αγιογράφο
κεραμιδιών. Έφτιαχνε παραστάσεις Αγίων σε κεραμίδια και από ένα σημείο
και έπειτα τις πουλούσε σε θρησκευτικά πανηγύρια. Έψαχνε πωλητή και έτσι
ξεκίνησε η συνεργασία μας.
Φόρτωνα τα εμπορεύματα στο αυτοκίνητο από το σπίτι του στον Πειραιά,
έπιανα το τιμόνι και ξεκινούσαμε για τα μοναστήρια και τα πανηγύρια οι
δυο μας. Όταν φτάναμε, έστηνα τον πάγκο και περιμέναμε τους πελάτες.
Κρατούσα και το ταμείο. Άλλοι έπαιρναν κεραμίδια, άλλοι κομποσκοίνια,
άλλοι διαφορά αξεσουάρ.
Όταν πεινούσαμε, πεταγόμουν στο μανάβικο και τον φούρνο της περιοχής και
έπαιρνα υλικά για σαλάτες και μαζί με το ψωμί χορταίναμε. Το βράδυ
κοιμόμουν ή στο αυτοκίνητο ή σε κάποια αποθήκη της εκκλησίας ή του
μοναστηριού. Αναλόγως βολευόταν και ο Μανώλης.
Μια φορά, κοντά στο Καρπενήσι, έκλεισε και δυο κανονικά δωμάτια να
κοιμηθούμε σε ενοικιαζόμενα. Εκεί του έδωσα και μια πολύ χρήσιμη
συμβουλή, κουρασμένος και νυσταγμένος όπως ήμουν, λίγο πριν πέσω για
ύπνο :
«Μανώλη καληνύχτα και μην αφήνεις τα παπούτσια σου στο πάτωμα μην μπει
μέσα κανένας σκορπιός». Τότε ο Μανώλης γέλασε με την ψυχή του: «Ποια
παπούτσια ρε Παναή, ποια παπούτσια...».
Μου έδινε καλό μεροκάματο και άξιζε τον κόπο. Αλλά πάνω από όλα, η
εμπειρία που απέκτησα ήταν συμπυκνωμένη και σε μεγάλες δόσεις.
Συμπεριφορές πελατών, ανταγωνιστών, μοναχών και ηγουμένων μου ανέτρεψαν
την οπτική: ο Μανώλης δεν ήταν ο ανάπηρος της ιστορίας. Η αναπηρία
κρυβόταν αλλού. Σε πρόσωπα και καταστάσεις υπεράνω υποψίας.
Στα ταξίδια του διμήνου αυτού, κανείς δεν προσέφερε στον Μανώλη έστω και
την παραμικρή εξυπηρέτηση. Ούτε ένα σάντουιτς, ούτε έναν καφέ. Δεν τους
είχαμε ανάγκη βέβαια, εγώ φρόντιζα για όλα.
Αλλά νόμιζα ότι για την πάρτη τους, ή επειδή το έλεγε η θρησκεία τους ας
πούμε, θα μπορούσε να δώσει ο ηγούμενος ένα ποτήρι νερό σε έναν άνθρωπο
χωρίς πόδια που τον έβλεπε να ξεροσταλιάζει στην είσοδο του μοναστηριού
για δεκαπέντε ώρες.
Ο Μανώλης όμως όχι μόνο δεν απογοητευόταν, αλλά φρόντιζε γι αυτούς. Κάθε
φορά πριν φύγουμε, έπαιρνε τους ακριβότερους σταυρούς και τα ακριβότερα
κοσμήματα που είχε στη βαλίτσα του και τους έκανε τα καλύτερα δώρα.
Όταν πέρασε λοιπόν το δίμηνο, ήμουν προβληματισμένος. Είχα στα χέρια μου
τα έσοδα και τα έξοδα. Υπολόγισα και τα δικά μου μεροκάματα και τα δώρα
που έκανε ο Μανώλης και το κόστος των εμπορευμάτων και τα λειτουργικά
μας έξοδα. Το ταμείο έδειχνε μηδέν. Όσα ξόδεψε, τόσα έβγαλε.
Τότε ρώτησα: «Μανώλη, δεν έβγαλες χρήματα. Δυο μήνες τραβιόμαστε και
γύρισες με άδεια χέρια. Τι συμβαίνει;». Ο Μανώλης τράβηξε μια τζούρα από
το τσιγάρο που είχε μόνιμα στο στόμα, σκέφτηκε λίγο και μου απάντησε :
«Λες να μην το ξέρω; Και τι να κάνω; Να κλειστώ μέσα και να κλαίω τη
μοίρα μου; Πήγαμε τα ταξίδια μας δωρεάν. Εγώ πήρα τον αέρα μου, εσύ
απέκτησες εμπειρίες και τσίμπησες και καλά μεροκάματα. Μην το σκέφτεσαι.
Μια χαρά είμαι. Σε λίγο καιρό αν θες, έλα να ξαναπάμε. Και τον
Σεπτέμβρη έχει κάτι καλά πανηγύρια...».
Χαιρετηθήκαμε, έφυγα. Από τότε δεν τον ξαναείδα ούτε έμαθα νέα του. Το
σταθερό του δεν απαντούσε, κινητά δεν υπήρχαν και το σπίτι που έμενε στο
Μικρολίμανο, όταν πήγα να το δω ως περαστικός, έδειχνε ερειπωμένο.
Ίσως μετακόμισε, ίσως μετανάστευσε, ίσως πέθανε. Ίσως έζησε το τελευταίο
του καλοκαίρι ως ταξιδιώτης πλανόδιος έμπορος. Ποτέ του όμως δεν θα
ζητούσε ελεημοσύνη ή βοήθεια άνευ ανταλλάγματος.
Πριν τον αποχαιρετήσω, μου έδωσε ένα φυλαχτό, ένα κομποσκοίνι και κάποια
λόγια: «Δεν ξέρω αν πιστεύεις ή όχι. Εγώ αυτά έχω, αυτά σου δίνω σαν
δώρα. Να με θυμάσαι ρε. Όχι όμως σαν τον ανάπηρο φίλο σου. Αλλά σαν
αυτόν που πρώτος έβαλε σε μενού στην ταβέρνα του αστακομακαρονάδα
φτιαγμένη με θαλασσινό νερό.
Τ´ακούς ρε Παναή; Εγώ το ανακάλυψα πρώτος». Αυτή ήταν η αξιοπρέπεια του
Μανώλη. Του πιο αρτιμελούς ανθρώπου που γνώρισα ποτέ. Έτσι πέρασα το
καλοκαίρι του 1999. Και θα το φυλάω σαν φυλαχτό.