Δεν τους γνωρίσαμε
ήταν η ελπίδα στο βάθος
που έλεγε πως τους είχαμε γνωρίσει
από μικρά παιδιά.
Τους είδαμε ίσως δυο φορές
κι έπειτα πήραν τα καράβια,
φορτία κάρβουνο, φορτία γεννήματα,
κι οι φίλοι μας χαμένοι
πίσω από τον ωκεανό
παντοτινά.
Η αυγή μας βρίσκει πλάι στην κουρασμένη λάμπα
να γράφουμε αδέξια
και με προσπάθεια στο χαρτί
πλεούμενα γοργόνες ή κοχύλια
το απόβραδο κατεβαίνουμε στο ποτάμι
γιατί μας δείχνει το δρόμο προς τη θάλασσα,
και περνούμε τις νύχτες σε υπόγεια
που μυρίζουν κατράμι.
«Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά», Γιώργος Σεφέρης
Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά.
Άλλοτε μας ήταν εύκολο ν’ αντλήσουμε είδωλα και στολίδια
για να χαρούν οι φίλοι που μας έμεναν ακόμη πιστοί.
Έσπασαν τα σκοινιά μονάχα οι χαρακιές στου πηγαδιού
το στόμα μας θυμίζουν την περασμένη μας ευτυχία:
τα δάχτυλα στο φιλιατρό, καθώς έλεγε ο ποιητής.
Τα δάχτυλα νιώθουν τη δροσιά της πέτρας
λίγο κι η θέρμη του κορμιού την κυριεύει
κι η σπηλιά παίζει την ψυχή της και τη χάνει κάθε στιγμή,
γεμάτη σιωπή, χωρίς μια στάλα.