Ο “γαλλο-γερμανικός άξονας”: Ένα ζεύγος χωρίς πηδαλιούχο
Οι καθηγητές Ulrich Kroc και Joachim Schild επισημαίνουν στην ιστοσελίδα του LSE (London School of Economics) ότι η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου θα έχει σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις στη Γερμανία, την “οικονομική ατμομηχανή” της Ε.Ε., αλλά και σε άλλες χώρες που είναι προσανατολισμένες προς τη βρετανική αγορά, όπως είναι η Ολλανδία, η Ιρλανδία, αλλά και η Σουηδία και Φιλανδία, ενώ θα έχει σοβαρό αντίκτυπο και στις χώρες της Ε.Ε. που είναι υπέρ μιας αυστηρότερης πολιτικής οικονομικού παρεμβατισμού. Οι δύο τους καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι θα εξακολουθήσει να υπάρχει η δυνατότητα συνδυασμού των γαλλικών και γερμανικών πολιτικών πρωτοβουλιών, ώστε και να καταλήξουν σε συμβιβασμό πάνω στα βασικά σχέδια της μετά-Brexit επoχής. Στο παρελθόν η Γαλλία και η Γερμανία ήταν αυτές που ξεκίνησαν όλα τα σημαντικά βήματα για την σταδιακή ολοκλήρωση και εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης (από τη Συνθήκη Σένγκεν μέχρι το Ευρώ) και είναι καθοριστικό για την Ευρώπη να συνεχίσουν.
Υπάρχουν ωστόσο τρεις βασικές προϋποθέσεις για την αποκατάσταση του ρόλου του γαλλο-γερμανικού άξονα στην μετά-Brexit Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρώτον, η γερμανική οικονομική και πολιτική ελίτ θα πρέπει να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι η Γερμανία θα πρέπει να αναλάβει περισσότερες ευθύνες σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο – μαζί με τους σχετικούς κινδύνους, το ρίσκο και το ανάλογο κόστος.
Δεύτερον, ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος ξεκίνησε προτείνοντας ένα φιλόδοξο νέο σχέδιο με τη Γερμανία για την προώθηση και εφαρμογή εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων με στόχο την οικονομική, πολιτική και αμυντική ολοκλήρωση της Ε.Ε., με την Ευρωζώνη στον πυρήνα της, θα πρέπει να ξεπεράσει τα πολλαπλά εμπόδια και να αποκαταστήσει το “ραγισμένο” οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο της Γαλλίας. Πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις του κινήματος διαμαρτυρίας των “κίτρινων γιλέκων”, καθώς και οι σημαντικές υποχωρήσεις που έκανε ο Μακρόν δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες ότι είναι σε θέση πλέον να προωθήσει κάτι τέτοιο.
Τρίτον, θα πρέπει να δημιουργηθεί μια ευρύτερη συναίνεση στην Ε.Ε. προκειμένου να γίνουν αυτά τα βήματα προς τα εμπρός, σε μια εποχή που αυξάνεται πολιτικά η δύναμη των ευρωσκεπτικιστικών και ακροδεξιών κομμάτων, χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, αποκτούν μια περισσότερο εθνικιστική πολιτική και κλείνονται στον εαυτό τους, ενώ το οικονομικό χάσμα Βορρά-Νότου, Κέντρου-Περιφέρειας βαθαίνει, αντί να αμβλύνεται. Αυτές οι πραγματικότητες συντελούν περισσότερο στη δημιουργία μιας “Ευρώπης πολλών ταχυτήτων”, την οποία δεν απορρίπτει το γαλλο-γερμανικό δίπολο.
Brexit, διεύρυνση της Ε.Ε., Τουρκία και Ουκρανία
Σε κάθε περίπτωση το Brexit θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω τη γερμανική επιρροή στην μακροοικονομική πολιτική της Ευρώπης. Το Λονδίνο, ένας “προμαχώνας του νεοφιλελευθερισμού”, ανέκαθεν ήταν υπέρ της άποψης ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει στην Ευρώπη η ανάγκη για κεντρικό έλεγχο και εναρμόνιση των κανονισμών και των πολιτικών, που επηρεάζουν τις αγορές κεφαλαίων. Αντίθετα οι Βρυξέλλες, το Παρίσι, και σε μικρότερο βαθμό και το Βερολίνο, πίεζαν για μια ισχυρότερη ενιαία ρυθμιστική αρχή, μια ισχυρή κεντρική αρχή, όπως συμβαίνει με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Από την άλλη είναι γνωστό πως το Ηνωμένο Βασίλειο υποστήριζε ενεργά την ευρωπαϊκή πολιτική διεύρυνσης, ιδίως όσον αφορά την Ανατολική Ευρώπη, αλλά όχι εκείνη της εμβάθυνσης. Υποστήριζε την ιδέα μιας ενιαίας κοινής ευρωπαϊκής αγοράς και όχι εκείνη μιας ομοσπονδιακού τύπου Ευρώπης. Υποστηρίζοντας την συνεχόμενη διεύρυνση πίστευε πως η Ε.Ε. θα υπέκυπτε τελικά στο λεγόμενο “νόμο της μαρμελάδας”, που όσο πιο πολύ απλώνεται τόσο πιο λεπτή επιφάνεια έχει. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός του Ηνωμένου Βασιλείου για την διεύρυνση της Ε.Ε. έπεσε πριν από το Brexit, κυρίως λόγω των πολιτικών επιπτώσεων της μεγάλης μετανάστευσης από άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε. και τις ανησυχίες ότι αυτοί οι Ευρωπαίοι μετανάστες, που προέρχονταν κυρίως από φτωχές χώρες της ανατολικής Ευρώπης, θα επιβάρυναν το βρετανικό κοινωνικό κράτος, οδηγώντας σε περισσότερες κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις στη Βρετανία.
Η Βρετανία ήταν ανέκαθεν ένας από τους θερμότερους υποστηρικτές της εισδοχής της Τουρκίας στην Ε.Ε., την ένταξη της οποίας οι Βρυξέλλες διαπραγματεύονταν -και καθυστερούσαν- επί δεκαετίες, όπως καθυστερούσαν και το θέμα της διαπραγμάτευσης με την Άγκυρα για το προσφυγικό από τη Συρία. Ωστόσο, καθώς οι εντάσεις που σχετίζονται με τη μετανάστευση και την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων από τα νέα κράτη μέλη της Ε.Ε. αυξήθηκε, αυτός ο, πριν το Brexit, βρετανικός “ενθουσιασμός” για την ένταξη της Τουρκίας μειώθηκε. Στην καμπάνια μάλιστα του Brexit το ζήτημα της εισδοχής της Τουρκίας στην Ε.Ε. χρησιμοποιήθηκε ως φόβητρο μελλοντικής “μετανάστευσης 80 εκατομμυρίων Τούρκων μουσουλμάνων” στη Βρετανία, για να προσελκύσει ευρωσκεπτικιστές ψηφοφόρους.
Επίσης το Ηνωμένο Βασίλειο είχε υποσχεθεί να βοηθήσει την Ουκρανία ώστε να διευκολυνθεί η μελλοντική προοπτική ένταξής της στην Ε.Ε., και ενθάρρυνε το ΝΑΤΟ να επεκταθεί προς τα ανατολικά, κάτι που καθιστούσε τη Ρωσία εξαιρετικά νευρική, επηρεάζοντας την αντιπαράθεση της με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Brexit και ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας
Το Ηνωμένο Βασίλειο κρατούσε πάντα μια διφορούμενη στάση απέναντι στη λεγόμενη Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν υποστήριζε τη γαλλική θέση υπέρ μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, αλλά πρότασσε πάντα την υπεροχή του ΝΑΤΟ, διεκδικώντας για λογαριασμό του μια θέση “προνομιακού συνομιλητή” με τις ΗΠΑ. Όσο μπορούσε το Λονδίνο έβαζε προσκόμματα και παρεμπόδιζε την ευρωπαϊκή αμυντική ενοποίηση. Χωρίς τη Βρετανία, τα υπόλοιπα 27 μέλη μπορούν πλέον πιο εύκολα να ξεκινήσουν να διαμορφώνουν μια κοινή ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική.
Από την άλλη η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, που διέκοψε τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αλλά και τη συμφωνία με τη Ρωσία για τους πυρηνικούς πυραύλους ενδιάμεσου βεληνεκούς (INF), βρήκε αντίθετους τους Γάλλους και τους Γερμανούς, που δεν θέλουν να δουν στο έδαφός τους να σταθμεύουν ακόμη περισσότερα αμερικανικά πυρηνικά όπλα. Σε αυτές τις δύο συμφωνίες το Ηνωμένο Βασίλειο συγκλίνει περισσότερο με τη στάση των Ευρωπαίων παρά των Αμερικανών, και πιθανώς να συνεχίσει να κρατά την ίδια στάση.
Ο ίδιος ο Τραμπ, που θεωρεί την Ευρωπαϊκή Ένωση ένα “εχθρικό σχέδιο” για τα αμερικανικά συμφέροντα και θέλει να την διαλύσει, είναι γνωστό πως πριμοδότησε τους Βρετανούς υποστηρικτές του Brexit, όπως πριμοδοτεί σχεδόν κάθε ευρωσκεπτικιστική πολιτική κίνηση στην Ευρώπη -και στο σημείο αυτό η πολιτική του συγκλίνει μ’ εκείνη του Πούτιν. Μάλιστα ο Τραμπ, υποστηρίζοντας ανατολικοευρωπαίκές ακροδεξιές, λαϊκιστικές κυβερνήσεις (π.χ. της Πολωνίας και της Ουγγαρίας) που επικρίνουν την Ε.Ε., δείχνει πως επιθυμεί τη διαίρεση και διάσπαση της Ευρώπης. Αυτό θυμίζει το 2003, όταν την παραμονή της εισβολής στο Ιράκ, ο τότε υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Ντόναλντ Ράμσφελντ επινόησε τους όρους “παλαιά Ευρώπη” (δηλαδή την “κακή” δυτική Ευρώπη) και “νέα Ευρώπη” (δηλαδή την “καλή” για τα αμερικανικά συμφέροντα ανατολική Ευρώπη).
Brexit και εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η Βρετανία, ως γνωστόν, υποστήριξε σθεναρά την πολιτική των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, ακόμη κι αν το τίμημα που πλήρωσε το Λονδίνο ήταν υψηλό. Ακόμη υψηλότερο πάντως ήταν το οικονομικό τίμημα που πλήρωσε η Γερμανία, που έχει επενδύσει πολλά δισεκατομμύρια Ευρώ στη ρωσική αγορά, καθώς και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία. Χωρίς τη Μεγάλη Βρετανία, χώρες όπως η Ουγγαρία και η Ιταλία, οι οποίες επιδιώκουν ανοιχτά την επιστροφή της κανονικότητας στις οικονομικές σχέσεις με τη Μόσχα, θα μπορούσαν να αποκτήσουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην Ε.Ε.
Пαρά тο γεγονός ότι η θέση της Γερμανίας ήταν αποφασιστικός παράγοντας στο να διατηρηθεί η πίεση στη Ρωσία ώστε να αποχωρήσει από την ανατολική Ουκρανία, πλέον μετά το Brexit πιθανόν θα αποτελέσει μια χαμηλότερη προτεραιότητα για το Βερολίνο, σε σχέση με άλλα ζητήματα, όπως είναι η προσφυγική κρίση.
Σε σχέση με την Ασία, η αποχώρηση από την Ε.Ε. της Βρετανίας, της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της, θα αποδυναμώσει τη διαπραγματευτική ισχύ της Ένωσης, στις διαπραγματεύσεις της σχετικά με τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με χώρες όπως η Ιαπωνία και η Ινδία. Πιθανό πάντως είναι η, μετά το Brexit, Ε.Ε. να επικεντρωθεί περισσότερο στην ανάπτυξη των οικονομικών της σχέσεων με την Κίνα, από ότι με άλλες ασιατικές χώρες.
Από την πλευρά τους ορισμένες χώρες της Κοινοπολιτείας, π.χ. Αυστραλία, θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις διμερείς τους σχέσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο -κάτι που είναι και ο διακαής πόθος πολλών Βρετανών ευρωσκεπτικιστών, που τρέφουν νοσταλγία για παλιά “αυτοκρατορικά μεγαλεία”. Ωστόσο, με δεδομένο το μικρό μέγεθος της αγοράς της Βρετανίας σε σύγκριση με τα υπόλοιπα 450 εκατομμύρια της Ε.Ε. οι χώρες αυτές θα δώσουν αναμφίβολα προτεραιότητα σε εμπορικές συμφωνίες με την ΕΕ των 27, ή να ανακατευθύνουν, όπως κάνει ήδη η Αυστραλία, τις οικονομικές τους σχέσεις με χώρες της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού ή προς την Αμερική.
Προς μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων;
Το Brexit διευκολύνει και επιταχύνει την τάση προς μια “Ευρώπη πολλών ταχυτήτων” ως ένας τρόπος για να εναρμονίσει η ετερογένεια των μελών της καθώς και οι διαφορετικές απόψεις και ιδέες τους για το σκοπό και το μέλλον της Ε.Ε. Άλλωστε και ο ίδιος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, αναφέρθηκε τον Μάρτιο του 2017 στη “Λευκή Βίβλο για το Μέλλον της Ευρώπης” που συνέγραψε, στην “Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων”, ως ένα από τα πέντε πιθανά σενάρια για το μέλλον της Ευρώπης. Την ίδια περίοδο, και υπό την προοπτική του Brexit, οι ηγέτες της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, δηλαδή των τεσσάρων μεγαλύτερων χωρών της Ευρωζώνης, υπέγραψαν διακήρυξη στις Βερσαλλιές η οποία τόνισε το ενδεχόμενο οργάνωσης μιας “Ευρώπης δύο ταχυτήτων”, στέλνοντας ένα μήνυμα προς τις χώρες που δεν ανήκουν στον “εσωτερικό κύκλο” της Ευρωζώνης, πως μπορεί να καταλήξουν “μέλη δεύτερης κατηγορίας”.
Μετά το Brexit οι μικρότερες χώρες της Ευρωζώνης, παρατηρώντας την αύξηση της δύναμης του γαλλο-γερμανικού ζεύγους, εφόσον πλέον η Βρετανία δεν θα αποτελεί αντίβαρο προς αυτό, θα αρχίσουν να ανησυχούν σοβαρά για το ρόλο τους. Τα δε κράτη-μέλη στην περιφέρεια της Ε.Ε., που δεν αποτελούν ακόμη μέλη της Ευρωζώνης, θα αρχίσουν να φοβούνται ότι θα απορριφθούν εντελώς.
Ανατολική Ευρώπη στη μετά Brexit εποχή
Οι λεγόμενες “Χώρες του Βίσεγκραντ” (Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία και Σλοβακία), οι οποίες θεωρούσαν το Ηνωμένο Βασίλειο ένα αντίβαρο στον κυρίαρχο ρόλο της Γερμανίας και της Γαλλίας, όπως το έβλεπαν και οι χώρες της Μπενελούξ κατά τη δεκαετία του 1960, θα αρχίσουν να ανησυχούν περισσότερο και να γίνονται πιο νευρικές. Η Πολωνία και η Ουγγαρία βρίσκονται σε σύγκρουση με τις Βρυξέλλες για το κράτος Δικαίου, τη μετανάστευση και άλλα θεμελιώδη ζητήματα. Άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία, αισθάνονται πως πιέζονται να μείνουν μονίμως στο περιθώριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Αυστρία, αυτή η “γέφυρα” μεταξύ Ανατολής και Δύσης, θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε μια χαλαρή, μετριοπαθή κεντροευρωπαϊκή ομάδα, αν και οι γείτονες της Αυστρίας είναι αλλεργικοί σε “αψβουργικού τύπου” πολιτικές της Βιέννης, που θυμίζουν το σχέδιο μιας νέας Mitteleuropa, που όμως δεν αρέσει είναι αρεστό ούτε στην Ανατολή ούτε στη Δύση.
Μικρότερα κράτη-μέλη, τα οποία έχουν συγκροτήσει μια άτυπη “χανσεατική ένωση” υπό την ηγεσία της Ολλανδίας, αποδείχθηκαν ανέτοιμα να ακολουθήσουν την γαλλο-γερμανική ηγεσία, καθώς η Γερμανία είναι πολύ πιο κοντά στις γαλλικές ιδέες σε θέματα δημοσιονομικής ενοποίησης στην Ευρωζώνη. Στο παρελθόν, όταν η Χάγη και η Κοπεγχάγη επιθυμούσε να αποκλείσει ή να προωθήσει ένα συγκεκριμένο θέμα στις Βρυξέλλες, έβαζαν πάντα μπροστά το Λονδίνο και στη συνέχεια στοιχίζονταν πίσω του. Το, μονίμως ευρωσκεπτικιστικό, Λονδίνο μπορούσε έτσι να βασίζεται στην υποστήριξη και στις ψήφους κι αυτών των μικρών χωρών, ώστε να σαμποτάρει τα πιο φιλόδοξα σχέδια ευρωπαϊκής ενοποίησης προωθούσαν παραδοσιακά η Γαλλία και η Γερμανία. Πλέον δεν θα μπορούν να βρίσκουν ισχυρούς συμμάχους, και θα πρέπει να υποταχθούν.
Μεγάλο πρόβλημα θα έχει και η Σουηδία, που συχνά στοιχιζόταν πίσω από το Λονδίνο, στην απόρριψη γαλλο-γερμανικών θέσεων και πρωτοβουλιών. Πλέον η Στοκχόλμη θα χρειαστεί μια νέα στρατηγική και θα πρέπει να επιδιώξει την πολιτική υποστήριξη σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Νότια Ευρώπη και Ελλάδα
Μετά το Brexit, ολόκληρο το λεγόμενο “βόρειο μπλοκ” της Ε.Ε., δηλαδή οι σκανδιναβικές χώρες και οι Κάτω Χώρες, θα αποδυναμωθούν, αφού μια “βόρεια χώρα”, όπως η Βρετανία, που κατείχε το 12% των ευρωπαϊκών ψήφων στις Βρυξέλλες, θα αποχωρήσει, και θα ενισχυθεί αντίστοιχα το “νότιο μπλοκ”, το ευρω-μεσογειακό.
Η Νότια ή Μεσογειακή Ευρώπη, που τελευταία συγκρότησε ένα “άτυπο μπλοκ” επτά μεσογειακών χωρών της Ευρωζώνης, με πρωτοβουλία της Ελλάδας, θα δει την ισχύ της να αυξάνεται σχετικά, αν και κατά την τελευταία δεκαετία η κρίση αποδυνάμωσε τις οικονομίες της, αυξάνοντας την εξάρτηση τους από τα δάνεια των χωρών του “κέντρου”, όπως η Γερμανία. Πρέπει να σημειωθεί πως ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Φρ. Ολάντ, προτιμούσε να παραμένει μακριά από τους άλλους νότιους συναδέλφους του, επειδή φοβόταν μήπως χαρακτηριστεί κι αυτός ως “αδύναμος κρίκος” από το Βερολίνο. Ο Μακρόν, όμως άλλαξε στάση, προσβλέποντας και στην ανάκαμψη της Νότιας Ευρώπης, που ξεπέρασε την μακροχρόνια οικονομική κρίση με εξαίρεση ίσως την Ιταλία. Η Ισπανία έχει ανακάμψει οικονομικά και επιστρέφει αργά ως Ευρωπαίος παίκτης, αλλά παρεμποδίζεται από την καταλανική κρίση, ενώ και η Ελλάδα, βγαίνοντας από τα Μνημόνια, έχει αναβαθμίσει τη γεωπολιτική της θέση στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το Brexit και το τίμημα που πληρώσει η Βρετανία γι’ αυτό θα αποτελέσει πιθανότατα ένα φόβητρο κι ένα αντικίνητρο για τις χώρες-μέλη της Ε.Ε., όπου επικρατούν για την ώρα ευρωσκεπτικιστικές και λαϊκιστικές δυνάμεις, όπως π.χ. η Πολωνία και η Ουγγαρία, αλλά εξαρτώνται άμεσα από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, τα κεφάλαια και τις επενδύσεις από τη Γερμανία. Θα πρέπει πλέον να το σκεφτούν τρεις φορές προτού προβούν σε μια αντίστοιχη κίνηση μ’ εκείνη της Βρετανίας. Έτσι το Brexit πιθανότατα να εμφυσήσει μια νέα αίσθηση της ενότητας μεταξύ των υπόλοιπων 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ουδέν κακόν αμιγές καλού.
Γράφει ο Γιώργος Στάμκος, συγγραφέας και δημοσιογράφος