Σελίδες

Thessaloniki video tour

30/3/19

Η λεπτή ισορροπία της συγκίνησης

alt












Για τη συλλογή διηγημάτων της Αλεξάνδρας Μυλωνά «Πώς τα πας με την απώλεια;» (εκδ. Οροπέδιο).
Του Σωκράτη Καμπουρόπουλου
Η ανάγκη να εμβαθύνω στο είδος της πεζογραφίας που υπηρετεί η νέα συλλογή διηγημάτων της Αλεξάνδρας Μυλωνά Πώς τα πας με την απώλεια; (φίλης από το Λύκειο της Σχολής Αναβρύτων την οποία είχα χάσει και ξανα-ανακάλυψα πρόσφατα με τις ιδιότητες της πεζογράφου, της ηθοποιού, της δραματουργού, της διδάσκουσας θέατρο και της ποιήτριας), με κάνει να ανατρέξω, ως πρόσφορο έδαφος, στην πολύ γνωστή συζήτηση δύο επιφανών εκπροσώπων της Γενιάς του ’30: στον Διάλογο για την ποίηση που γίνεται (μέσω δημοσιεύσεων σε περιοδικά) μεταξύ του καθηγητή φιλοσοφίας Κωνσταντίνου Τσάτσου και του ποιητή Γιώργου Σεφέρη.

Κατηγορεί τη νέα ποίηση ότι «παρεισδύει σ’ αυτήν ένα στοιχείο νοηματικής ασάφειας που επιβάλλει σε κάθε αναγνώστη ένα προσωπικό έργο συμπλήρωσης κατά τη δική του διάθεση, και έτσι υποβάλλει […] μιαν εντελώς υποκειμενική και γι’ αυτό και συχνά επικίνδυνα απατηλήν αισθητική εντύπωση».
Τον Απρίλιο του 1938 ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με το άρθρο του «Πριν το ξεκίνημα» στο περιοδικό Προπύλαια, επιτίθεται στους κριτικούς λογοτεχνίας που έχουν περιορισμένη ή μονόπλευρη φιλοσοφική μόρφωση (και μάλιστα, μονόπλευρη φιλοσοφική γερμανική μόρφωση, όπως λέει), καταλογίζοντάς τους ότι αναζητούν φιλοσοφικά νοήματα στην ποίηση, σε αντίθεση με το «αισθητικό της νόημα που δηλώνεται […] με την τάξη των εικόνων, με την τάξη των έλλογων νοημάτων, με το πάθος, όσο και με τα έλλογα νοήματα τα ίδια· όχι με το νόημα μονάχα, αλλά με την πλαστικότητα της εκφραστικής μορφής» (σ.σ. «με τον ήχο, με τον ρυθμό, με το χρώμα…»).
Αλλάζοντας τη στόχευσή του όμως, στη συνέχεια στρέφεται κατά της «πρωτοποριακής κίνησης των νεώτατων λογοτεχνών» (ένας από τους οποίους είναι και ο Σεφέρης), υποστηρίζοντας ότι «στον αγώνα για την επικράτηση έλλογων ή άλογων ποιητικών στοιχείων στο πλαίσιο του καθαρού ποιητικού λόγου […] πρόθεσή της είναι να μεταθέσει την ποίηση σε μια περιοχή όπου ο ειρμός γίνεται χαλαρός, αμφίβολος, και σε ακραίες εκδηλώσεις ανύπαρκτος, όπου το αισθητικό νόημα και το έλλογο νόημα όχι μόνο διαφέρουν, διατηρώντας κάποιαν επαφή, όπως συνέβαινε πάντα στην ποίηση ως τώρα, αλλά τείνουν πια να χωριστούν έτσι θεμελιακά ώστε το έλλογο νόημα να γίνει εντελώς ανύπαρκτο». Κατηγορεί τη νέα ποίηση ότι «παρεισδύει σ’ αυτήν ένα στοιχείο νοηματικής ασάφειας που επιβάλλει σε κάθε αναγνώστη ένα προσωπικό έργο συμπλήρωσης κατά τη δική του διάθεση, και έτσι υποβάλλει […] μιαν εντελώς υποκειμενική και γι’ αυτό και συχνά επικίνδυνα απατηλήν αισθητική εντύπωση». Και καταλήγει ότι «Με αυτήν την τάση να καταλυθεί η αντικειμενικότητα του νοήματος είναι φυσικά συνδεδεμένη και η στροφή προς την αντιλογική, μάλιστα την εκκεντρικήν έκφραση. Χρειάζεται μια καινούργια τεχνική, θα έλεγα μια καινούργια γραμματική, μια νέα ποιητική γλώσσα, για να δοθεί ακριβώς αδρότερη η εντύπωση του άλογου […] που καταλήγει να γίνεται ένα είδος γλωσσικής ταχυδακτυλουργίας».
Το δοκίμιο αυτό αναγκάζει τον Γιώργο Σεφέρη, έναν εκ των νέων ποιητών (έχει ήδη εκδώσει τη Στροφή το 1931, τη Στέρνα το 1932, το Μυθιστόρημα το 1935 και τη Γυμνοπαιδία το 1936), προσωπικό φίλο και αδελφό της γυναίκας του Τσάτσου, να απαντήσει, με δύο διαδοχικά άρθρα του στο περιοδικό Νέα Γράμματα («Διάλογος πάνω στην ποίηση», 1938, τχ. 8-9, και «Δεύτερος διάλογος ή μάλλον μονόλογος πάνω στην ποίηση», 1939, τχ. 1-3). Στο δεύτερο –και εκτενέστερο– άρθρο του απ’ αυτά, ο Σεφέρης εισάγει για πρώτη φορά μια έννοια που δεν απαντάται ούτε μια φορά στα δοκίμια του Τσάτσου, τόσο σ’ αυτό του Απριλίου 1938, όσο και σ’ αυτό του Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 1938, προσπαθώντας να λύσει το αδιέξοδο της ανάλυσης του πρώτου: την έννοια της συγκίνησης («Άκουσα ένα έργο του Igor Markevitch και ένα άλλο του Alman Berg. Το πρώτο μ’ ενδιέφερε χωρίς να με συγκινήσει· το δεύτερο με συγκίνησε» γράφει).
Υπάρχουν διάφορα πράγματα που μπορούν μας συγκινούν στη ζωή, γράφει ο Σεφέρης, αντιδιαστέλλοντας την έννοια της «καλλιτεχνικής ή αισθητικής συγκίνησης» που μεταδίδει το έργο τέχνης από όλες τις άλλες αξιόλογες μορφές συγκίνησης.
Υπάρχουν διάφορα πράγματα που μπορούν μας συγκινούν στη ζωή, γράφει ο Σεφέρης («Μια πέτρα, ένα έπιπλο, ένα χρονικό άλλου καιρού, μόνο επειδή μας φέρνει ένα μήνυμα από τα περασμένα, επειδή μακραίνει με κάποιον τρόπο τη ζωή μας ως τα περασμένα…»), αντιδιαστέλλοντας την έννοια της «καλλιτεχνικής ή αισθητικής συγκίνησης» που μεταδίδει το έργο τέχνης από όλες τις άλλες αξιόλογες μορφές συγκίνησης. Υιοθετεί τον ορισμό του Ι.Α. Richards ότι «η ποίηση είναι η υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας». Και αναπτύσσει το επιχείρημά του ότι «η ποίηση δεν έχει αλλάξει ως προς τον σκοπό της· εξακολουθεί πάντα να επιδιώκει τη διοχέτευση του ποιητικού αισθήματος στους ακροατές της, με τα πιο αποτελεσματικά μέσα που μπορεί να διαθέσει τη στιγμή του ποιητή».
Ωστόσο, «Η αντικειμενικότητα της τέχνης δεν εξαρτάται μόνο από τον τεχνίτη, εξαρτάται και από το ακροατήριό του. Όσο το ακροατήριο έχει περισσότερα κοινά συναισθηματικά δεδομένα, τόσο η “αντικειμενικότητα” είναι πλατύτερη» γράφει, προοικονομώντας τη φιλοσοφία της σύγχρονης τέχνης του Άρθουρ Ντάντο. Φέρνει σαν παράδειγμα την αρχαία ελληνική τραγωδία, σε μια εποχή όπου «ανάμεσα στον ποιητή και το ακροατήριο υπάρχει μια σιωπηλή συναισθηματική συμφωνία, η μυθολογική πίστη». Και εξηγεί ότι η «αντικειμενικότητα της παλαιάς τέχνης ήταν μεγαλύτερη γιατί ήταν δυνατόν να στηριχθεί σε κοινά συναισθηματικά δεδομένα που δεν υπάρχουν στον καιρό μας. […] Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, οι ποιητές νόμισαν πως ήταν καλύτερο ν’ απευθύνονται στους λίγους, γιατί έτσι μόνο μπορούσαν να κάνουν τελειότερη δουλειά». («Αν πραγματικά κατάφεραν να κάνουν την καλύτερη δουλειά που μπορούσε να γίνει στην εποχή τους –όχι σε άλλες εποχές– κανείς από μας, νομίζω, δεν θα είχε να πει τίποτε, τουλάχιστον εναντίον των ποιητών, που για το μικρό τους ακροατήριο δεν ήταν μήτε περισσότερο αλλά και μήτε λιγότερο αντικειμενικοί από τους τεχνίτες άλλων αιώνων» γράφει, απαντώντας στις κατηγορίες περί υποκειμενικής και απατηλής αισθητικής εντύπωσης του Τσάτσου).
alt
Η φυσική θεατρικότητα των αφηγημάτων της, προϊόν της εξοικείωσής της με το θέατρο, συμφύεται, μορφικά, με στοιχεία εσωτερικού μονολόγου οδηγώντας σε επαναλήψεις, διακοπές, πρωθύστερα και αναδιπλασιασμούς, διαγράφοντας τη ροή των συναισθημάτων, περισσότερο, και λιγότερο αυτή των σκέψεων.
Η συγκινησιακή χρήση της γλώσσας είναι το μέσο για να προσεγγίσουμε τα δεκαπέντε σύντομα αφηγήματα (προτιμώ τον χαρακτηρισμό από το διηγήματα) του βιβλίου της Αλεξάνδρας Μυλωνά. Η μορφή τους επιφυλάσσει αρκετές ελευθερίες ως προς τα χαρακτηριστικά τους: ορισμένα έχουν τη μορφή μικροαφηγήματος, έκτασης μόλις μιάμισης σελίδας, ενώ άλλα είναι μικροί διάλογοι· τα περισσότερα χρησιμοποιούν τριτοπρόσωπη αφήγηση, ορισμένα όμως είναι γραμμένα σε πρωτοπρόσωπη, αποτελώντας μονολόγους, κ.ο.κ. Γράφοντάς τα, η Μυλωνά αναγνωρίζει τις οφειλές της στους προγενέστερους αλλά και τους σύγχρονούς της Θεσσαλονικιούς συγγραφείς (τον Ιωάννου, τον Χριστιανόπουλο, τον Ασλάνογλου, τη Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, αλλά και τον Κοροβίνη, τον Σκαμπαρδώνη, τον Τόλη Νικηφόρου, την Κούλα Αδαλόγλου, τον Τάσο Χατζητάτση και τη Μαρία Κουγιουμτζή), συγγραφείς που κατονομάζονται ως αντικείμενα αναγνωστικής επιθυμίας στο αφήγημα «Ένα ακόμα φλιτζάνι καφέ παρακαλώ. Ένα ακόμα».
Η φυσική θεατρικότητα των αφηγημάτων της, προϊόν της εξοικείωσής της με το θέατρο, συμφύεται, μορφικά, με στοιχεία εσωτερικού μονολόγου (ή συνειδησιακής ροής, όπως λ.χ. στα έργα της Βιρτζίνια Γουλφ), οδηγώντας σε επαναλήψεις, διακοπές, πρωθύστερα και αναδιπλασιασμούς, διαγράφοντας τη ροή των συναισθημάτων, περισσότερο, και λιγότερο αυτή των σκέψεων. Τα κομμάτια της μοιάζουν έτσι μ’ ένα άτακτο, και μολαταύτα δραστικό αεράκι που φυσάει πάνω απ’ τη συνείδηση των πρωταγωνιστών της. Οι ήρωες της Μυλωνά είναι γνώριμοί της. Επίσης, συνδέονται μεταξύ τους, όπως λέει και ο τίτλος, με κάποιου είδους απώλεια: θάνατο αγαπημένου προσώπου, απώλεια περιουσίας, διακοπή οικογενειακών ή συγγενικών δεσμών, απώλεια της λογικής (όπως στην περίπτωση του φόνου για λόγους ερωτικού πάθους), απώλεια της νιότης, απώλεια μιας παρολίγον καριέρας, απώλεια ενός αγαπημένου ρούχου, απώλεια της ειλικρίνειας, ακόμα και απώλεια του σπιτιού και της πατρίδας, στην περίπτωση των προσφύγων.
Το πένθος τους γίνεται πάθος τους: αντικειμενοποιείται (το αγαπημένο αντικείμενο γίνεται αντικείμενο πένθους), δεν μετατρέπεται όμως ποτέ σε μελαγχολία, όπως παρατηρεί πολύ σωστά ο Φρόιντ στο ομότιτλο δοκίμιό του Πένθος και Μελαγχολία, του 1915 («Η μελαγχολία χαρακτηρίζεται από βαθιά ψυχική οδύνη, αδιαφορία για τον εξωτερικό κόσμο, απώλεια της ικανότητας για αγάπη, αναστολή εκτέλεσης οποιουδήποτε έργου, μείωση της αυτοεκτίμησης. Το πένθος παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά εκτός από ένα· απουσιάζει η απώλεια του αισθήματος αυτοεκτίμησης» […] «Σε τι συνίσταται λοιπόν η εργασία που επιτελεί το πένθος; To αγαπημένο αντικείμενο δεν υπάρχει πια και γι’ αυτό δίνεται η εντολή να αποσυρθεί όλη η λίμπιντο από τις συνδέσεις της μ’ αυτό. Απέναντι σ’ αυτό εγείρεται μια ευνόητη αντίσταση – μπορούμε να παρατηρήσουμε γενικά ότι ο άνθρωπος είναι απρόθυμος να εγκαταλείψει μια θέση που έχει καταλάβει η λίμπιντο, ακόμα και όταν η αναπλήρωση του κενού είναι αναμενόμενη. Αυτή η επιθυμία είναι τόσο έντονη, ώστε να σημειωθεί μια αποστροφή από την πραγματικότητα και μια προσήλωση στο αντικείμενο στο πλαίσιο μιας παραισθητικής ή ψυχωτικής επιθυμίας». (ό.π.)
Σκοπός της Μυλωνά, δημιουργώντας τις ιστορίες της, είναι να στοιχειοθετήσει όχι την τραγωδία, αλλά τη χαρμολύπη (ένα χαμόγελο αχνοφέγγει ακόμα και στις πιο οδυνηρές περιγραφές γεγονότων, στον σχεδιασμό των προσώπων της).
Σκοπός της Μυλωνά, δημιουργώντας τις ιστορίες της, είναι να στοιχειοθετήσει όχι την τραγωδία, αλλά τη χαρμολύπη (ένα χαμόγελο αχνοφέγγει ακόμα και στις πιο οδυνηρές περιγραφές γεγονότων, στον σχεδιασμό των προσώπων της). Καταρχάς μέσα από τη σχεδόν αναρχική εκφραστικότητα των κειμένων της: Όλα αφηγημένα με άνεση, αέρα, ταχύτητα, υψηλής έντασης προφορικότητα, αμεσότητα και ρεαλιστική πιστότητα. Κατά δεύτερον, με το περιεχόμενό τους. Πέρα από την απώλεια, οι ιστορίες της είναι άλλο τόσο ιστορίες παρουσίας και ανα-πλήρωσης, άρα πληρότητας: ο επιχειρηματίας που καταστράφηκε οικονομικά μαθαίνει να χορεύει ποντιακούς χορούς πριν δώσει τέλος στη ζωή του· η χήρα του περισπούδαστου μουσικού αποφασίζει, μετά τον θάνατό του, να μάθει να τραγουδάει ρεμπέτικα· η γυναίκα που έχασε τον άντρα της από ατύχημα, και που χάνει και τον γιο της, επιθυμεί παρόλα αυτά να νιώσει η ίδια τη δαιμονική δύναμη της μηχανής· η ευθυτενής γυναίκα που τα παιδιά της μεγάλωσαν στέκεται στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου – κι ας μην έχει λεφτά ν’ αγοράσει βιβλία· και η ατμόσφαιρα της παλιάς φοιτητικής ζωής αναπλάθεται στο σπίτι του νεκρού νεαρού εραστή μέσα απ’ τους πίνακες του φίλου του – ζωγράφου που έχει ζωγραφίσει ερήμην της την κοπέλα. Ακόμα κι ο φονιάς από έρωτα –ιδίως αυτός– βρίσκεται σε σύγχυση: ζητάει συγγνώμη από το θύμα του και συνεχίζει να του μιλάει σαν να είναι αθώος στη συνείδησή του.
Ένας άγγελος χαρμολύπης (ή αίσθημα συνειδητότητας) υπερίπταται πάνω από το ψηφιδωτό ιστοριών της Αλεξάνδρας Μυλωνά. Η ενσυναίσθηση και η λεπτή οικονομία της συγκίνησης είναι οι έννοιες-κλειδιά για την πρόσκτησή του.
* Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.