Σελίδες

Thessaloniki video tour

1/8/17

Η κρίση του Κατάρ: Αίτια και στρατηγικές




Γράφει ο Νεκτάριος Μπουγδάνης*
Για να κατανοήσουμε την εξελισσόμενη κρίση με το Κατάρ, αλλά και την ευρύτερη στη Μέση Ανατολή, πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή...
μας στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και να μελετήσουμε δύο γεγονότα. Το ένα είναι η ειρηνευτική συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου (17.9.1978), με τη διαμεσολάβηση του Προέδρου Κάρτερ, και το δεύτερο η Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν υπό τον Χομεϊνί (1979), που γέννησε την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν. Το μεν πρώτο γεγονός δημιούργησε όρους και προϋποθέσεις για να σπάσει η απομόνωση του Ισραήλ από τα αραβικά κράτη και να ενισχυθεί ένα -υπό τις ΗΠΑ- σταθερό και ασφαλές μέτωπο από την Αίγυπτο έως τον Περσικό Κόλπο, με τη συμμετοχή αραβικών σουνιτικών κρατών και του Ισραήλ. Το δεύτερο γεγονός έφερε τη δημιουργία ενός σιϊτικού τόξου με τη συμμετοχή της Συρίας του Άσαντ και της λιβανέζικης σιϊτικής οργάνωσης της Χεζμπολάχ (και φυσικά του Ιράν).

Έτσι, ένα σιϊτικό τόξο βρέθηκε να ανταγωνίζεται μία σουνιτική συμμαχία (συν το Ισραήλ), η οποία έχει τη δική της αυτονομία και δυναμική, αλλά σαφώς υπό την υψηλή εποπτεία των ΗΠΑ. Συνεπώς, ο ανταγωνισμός μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν στη Μέση Ανατολή είναι το κεντρικό στοιχείο των τεσσάρων τελευταίων δεκαετιών.

Τα τελευταία χρόνια, απέναντι στις ΗΠΑ και τους συμμάχους της στην περιοχή αντιπαρατίθεται η Ρωσία, με μια σταθερή και ολοένα αυξανόμενη επιρροή στις δυνάμεις των σιϊτών. H κρίση του Κατάρ και ο πόλεμος σε Συρία και Ιράκ εντάσσονται σε αυτόν ακριβώς τον ανταγωνισμό, στην προσπάθεια να δημιουργηθούν εκατέρωθεν ζώνες επιρροής αυτών των δύο στρατοπέδων όπου: α) σε γεωενεργειακό επίπεδο αφορά τις ενεργειακές λεωφόρους, β) σε γεωοικονομικό επίπεδο αφορά τον ευρύτερο δρόμο του μεταξιού και γ) σε γεωστρατηγικό επίπεδο αφορά κύρια τη φθορά του αντίπαλου στρατοπέδου.

Οι ΗΠΑ, ενισχύοντας στο πολεμικό μέτωπο τον FSA (ο στρατιωτικός συνασπισμός υπό τους Κούρδους της Συρίας με τη συμμετοχή αραβικών φυλών) σε συνεργασία με τη Σ. Αραβία, την Ιορδανία και το Ισραήλ, είναι φανερό ότι προσπαθούν να πετύχουν τη δημιουργία στρατηγικών διαδρόμων επικοινωνίας (μεταξύ Συρίας και γειτονικών κρατών) μέσω της υποχώρησης του ISIS και στη συνέχεια τον έλεγχο αυτών των διαδρόμων. Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και η ενίσχυση του κουρδικού παράγοντα, που φτάνει ως τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους στο βόρειο Ιράκ, μέσω δημοψηφίσματος στις 25 Σεπτεμβρίου. Από την άλλη, το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στα πεδία των μαχών -αλλά και της διπλωματίας- προσπαθούν να επιτύχουν και οι σιίτες.

Υπάρχουν δύο επιπλέον νέα δεδομένα σε αυτό το πολυπαραγοντικό παιχνίδι, που ίσως παίξουν ρόλο. Το ένα είναι η προσπάθεια ένταξης της Αλ Κάιντα στο πολιτικό παιχνίδι, μέσω της ειρηνευτικής διαδικασίας. Μιας «σοβαρή» Αλ Κάιντα, που θα συζητάει με όρους πολιτικού δρώντα. Υπό όρους και προϋποθέσεις μπορεί να ενταχθεί στη σουνιτική συμμαχία. Στο άλλο στρατόπεδο, η Τουρκία προσεγγίζει όλο και πιο πολύ τους παλιούς της εχθρούς (;) όσο απομακρύνεται -συγκρουόμενη- από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Όμως, η συμφωνία της Αστάνα μεταξύ Ιράν, Τουρκίας και Ρωσίας για τη δημιουργία 4 ζωνών ασφαλείας για την αποκλιμάκωση της έντασης δεν
εντάσσεται στα σχέδια της κυβέρνησης Τραμπ. Τους οκτώ τελευταίους μήνες οι ΗΠΑ βομβάρδισαν τρεις φορές τις δυνάμεις του Άσαντ και τους συμμάχους του.

Εδώ, να σημειώσουμε δύο συμπεράσματα των πρώτων μηνών της διοίκησης Τραμπ. Το πρώτο είναι ότι το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία προσπαθούν να διαμορφώσουν την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ προς όφελός τους. Το αφήγημά τους είναι ότι η μεγάλη απειλή για τις ΗΠΑ είναι το Ιράν και όχι ο ISIS και δεν θα πρέπει να επιτραπεί στην Τεχεράνη να αποκτήσει τον έλεγχο της Συρίας. Έτσι, ενισχύουν τη θέση τους ως «προστάτες» των συμφερόντων των ΗΠΑ στην περιοχή. Το δεύτερο είναι κάτι που εξάγεται από τη σύνοδο του Ριάντ, με τη συμμετοχή του Προέδρου Τραμπ. Σε αυτήν τη συνάντηση φάνηκε πως οι ΗΠΑ κλίνουν προς την κατεύθυνση να πάρουν την ηγεσία του σουνιτικού κόσμου από τη Τουρκία και να τη δώσουν στη Σ. Αραβία.

Η διαδικασία της Αραβικής Άνοιξης έφερε στο προσκήνιο για μια ακόμα φορά τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, όχι όμως με τον ριζοσπαστισμό της δεκαετίας του 1940, αλλά σχετικά πιο μετριοπαθείς, κατανοώντας ότι ο ακραίος ριζοσπαστισμός δεν εξυπηρετούσε στις
σημερινές συνθήκες τις στρατηγικές τους επιδιώξεις. Η Σ. Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) θεωρούσαν και θεωρούν τους Αδελφούς Μουσουλμάνους μια απειλή για τη δική τους υπεροχή στον μουσουλμανικό σουνιτικό κόσμο. Ανταγωνιζόμενοι λοιπόν έναν ισχυρό
παράγοντα της σουνιτικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής, τους απαγόρευσαν τη λειτουργία. Όμως, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι δραστηριοποιούνται και σε άλλα αραβικά κράτη, όπως για παράδειγμα στο Κατάρ, το οποίο τους στήριζε οικονομικά και πολιτικά. Εκεί είναι που ξεκινάει η σύγκρουση της Σ. Αραβίας και των ΗΑΕ με το Κατάρ, περίπου το 2010-2011. Και είναι ένας από τους κυριότερους λόγους της σημερινής κρίσης. Το Κατάρ, πέραν της κριτικής του -μέσω του Al Jazeera- στις κυβερνήσεις Αιγύπτου, Σ. Αραβίας και ΗΑΕ διατηρεί προνομιακές σχέσεις με το Ιράν και την Τουρκία. Από την άλλη, συμμετέχει στο Συμβούλιο των Κρατών του Κόλπου (ΣΚΚ) και διατηρεί στο έδαφός του τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ στην περιοχή. Αυτή η «διπλής απόχρωσης» πολιτική το φέρνει σε σύγκρουση με τα στρατηγικά σχέδια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους και συνεπώς έπρεπε να πιεστεί ώστε να ξεκαθαρίσει τη θέση του και να απομακρυνθεί από Τεχεράνη και Άγκυρα. Η άρνησή του το φέρνει σε θέση άμυνας, αλλά από την άλλη πλευρά, αν ως συνέπεια της έντασης αποχωρήσει από το ΣΚΚ, διαλύεται η προσπάθεια δημιουργίας ενός «ΝΑΤΟ της Μέσης Ανατολής» από τη Σ. Αραβία.

Τέλος, αξίζει να παρατηρήσουμε μια σύνδεση μεταξύ των στόχων της διοίκησης Τραμπ, του Ισραήλ και της Σ. Αραβίας εναντίον του Ιράν. Αυτή η κοινή γραμμή θα είναι ο μοχλός πίεσης στη Ρωσία και τους συμμάχους της το επόμενο διάστημα, η οποία όμως είναι εξόχως ευμετάβλητη.

* Ο Νεκτάριος Μπουγδάνης είναι συντονιστής του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων και Εξωτερικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης Παντείου Πανεπιστημίου