Σελίδες

Thessaloniki video tour

14/3/16

Δε μπορώ να χωρίσω γιατί τον/ την λυπάμαι: Είναι σωστό;

Όταν το σενάριο της «λύπησης» είναι παρόν σε μια σχέση, το άτομο που λυπάται να αφήσει το σύντροφό του, αναφέρεται μεν στα ελαττώματα και στις αδυναμίες του αλλά δειλά και επιφυλακτικά


Γράφει η ψυχολόγος Ζωή Στραβοπόδη
 Ζωή Στραβοπόδη

Ένα πρόβλημα που πολύς κόσμος εύκολα υποβιβάζει είναι η αδυναμία κάποιων ανθρώπων να εγκαταλείψουν ένα σύντροφο που δεν τους ελκύει πια. Στο γραφείο μου συναντώ συχνά άτομα που ενώ φαίνεται ξεκάθαρα ότι θα ήθελαν να χωρίσουν από το σύντροφό τους δεν το κάνουν αποκλειστικά και μόνο γιατί τον / την λυπούνται.


Συνήθως, στις αφηγήσεις τους δεν ακούγεται ευθέως το «δεν τον / την θέλω πια» αλλά εμμέσως. Τα άτομα αυτά ενώ φαίνεται ότι μέσα στη σχέση τους βαριούνται, παρουσιάζουν έλλειψη ενδιαφέροντος για τον / την σύντροφό τους και για οτιδήποτε τους προβληματίζει στον άλλον, εστιάζουν περισσότερο στον εαυτό τους και στη συμβολή που έχει η δική τους συμπεριφορά στη συμπεριφορά του άλλου. Αν αναφέρουν κάτι αρνητικό για το σύντροφό τους το παίρνουν αμέσως πίσω λέγοντας πως «δεν φταίει όμως αυτή, μάλλον εγώ φταίω περισσότερο» ή «ναι μεν δεν μου αρέσει αυτό πάνω του όμως τον αγαπάω» κλπ. Οι αντιφάσεις, τα «όμως» και τα «αλλά» στο λόγο τους είναι πολλά και ενώ φαίνεται ότι η σχέση που εχουν δεν τους καλύπτει δεν διαπραγματεύονται να τη διαλύσουν γιατί «είναι τόσα χρόνια μαζί» και γιατί «αυτό το άτομο έχει γίνει πια ο άνθρωπός μου».

Όταν το σενάριο της «λύπησης» είναι παρόν σε μια σχέση, το άτομο που λυπάται να αφήσει το σύντροφό του, αναφέρεται μεν στα ελαττώματα και στις αδυναμίες του αλλά δειλά και επιφυλακτικά. Επίσης ακούγεται ότι ο / η σύντροφός τους είναι με κάποιο τρόπο εξαρτημένος/η από τους ίδιους και ότι τους βαραίνει. Παρότι φαινομενικά μιλάνε για τον σύντροφό τους με καλά λόγια πίσω από τα λόγια αυτά ένα έμπειρο αυτί μπορεί να διακρίνει ένα είδος περιφρόνησης. 

Η διαμόρφωση μιας σχέσης που στηρίζεται στην αδυναμία του ενός εκ των δύο να φύγει γιατί λυπάται τον άλλον συνήθως κινείται προς δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κατευθύνσεις: Η μια είναι το άτομο που θέλει να βγει από τη σχέση αλλά δεν μπορεί να απομακρυνεται από το σύντροφό του είτε μέσα από διαρκείς δραστηριότητες (πχ αφιερώνοντας πολλές ώρες στη δουλειά ή σε φίλους και διάφορα χόμπυ) είτε μέσα από τη σύναψη κάποιας παράλληλης σχέσης. Τα άτομα αυτά προσπαθούν να γεμίσουν τα συναισθηματικά κενά που τους δημιουργεί η έλλειψη ενδιαφέροντος για τον σύντροφό τους και η καταπίεση στην οποία υποβάλλουν οι ίδιοι τον εαυτό τους προκειμένου να μην πληγώσουν τον άλλον. Παρότι πολλές φορές η στάση αυτή εκλαμβάνεται ως εγωιστική είναι στην πραγματικότητα πιο υγιής από την εναλλακτική κατεύθυνση που μπορεί ασυνήδειτα να ακολουθήσουν κάποια άλλα άτομα. Η εναλλακτική αυτή κατεύθυνση μπορεί να είναι τα άτομα αυτά να αρχίσουν να αυτοπεριορίζονται, καταπνίγοντας την όρεξή τους για καινούρια πράγματα και βυθίζοντας τον εαυτό τους σε μια κατάσταση βαρεμάρας, μελαγχολίας και ακινητοποίησης. Μπορεί να χάσουν το κίνητρό τους για οτιδήποτε παλαιότερα τους προκαλούσε χαρά και να νιώθουν καθημερινά ότι βαλτώνουν. Στην πραγματικότητα, αυτό που κάνουν τα άτομα αυτά είναι να προσπαθούν να μείνουν μαζί με το σύντροφό τους μένοντας οι ίδιοι «πίσω», τόσο σε συναισθηματικό επίπεδο όσο (σε ορισμένες περιπτώσεις) και πρακτικά (πχ κοινωνικά, επαγγελματικά κλπ).

Πολλές φορές επίσης μπορεί να καταλήξουν να προβάλλουν στον άλλον τα δικά τους συναισθήματα λέγοντας με παράπονο ότι «δεν μ’αγαπάς», «δεν με φροντίζεις» κλπ. Οι «αντιστροφές» αυτές, το να κατηγορούμε τους άλλους για συναισθήματα που νιώθουμε οι ίδιοι, είναι άλλωστε ένας πολύ συνηθισμένος μηχανισμός άμυνας στην ψυχολογία και ονομάζεται προβολή.

Στα άτομα αυτά, το συναίσθημα που κυριαρχεί είναι αυτό της λύπης για τον άλλον και η σκέψη ότι το άλλο άτομο εξαρτάται σε τέτοιο βαθμό από τους ίδιους και την αγάπη τους που μια ενδεχόμενη απώλεια θα τους άφηνε με ανεπανόρθωτα τραύματα. Όταν κάποιος νιώθει τέτοιου είδους συναισθήματα για το σύντροφό του είναι σημαντικό να αρχίσει να αναγνωρίζει ότι αυτού του είδους τα συναισθήματα δεν υποκινούνται από κάποιου είδους αλτρουιστικά χαρακτηριστικά αλλά από ένα βαθύτερο συναίσθημα ενοχής που πιθανόν να έχει ρίζες στην παιδική τους ηλικία. Το συναίσθημα της ενοχής είναι ένα σύνθετο συναίσθημα το οποίο συνήθως αναπτύσσεται στην τρυφερή παιδική ηλικία , όταν τα άτομα μπορεί εύκολα να θεωρήσουν τον εαυτό τους υπεύθυνο για όλους και για όλα γύρω τους και πιο συγκεκριμένα για τη δυστυχία ή την ευτυχία της μαμάς και του μπαμπά και που καταλήγουν να κάνουν τα πάντα προκειμένου τα τόσο αγαπητά σε αυτούς άτομα να μη νιώθουν μόνα ή εγκαταλειμένοι. Οι άνδρες που δυσκολεύονται να αφήσουν μια γυναίκα ενδέχεται ασυνείδητα στο πρόσωπο της γυναίκας αυτής να δυσκολεύονται να εγκαταλείψουν τη μητέρα τους ή αντίστοιχα μια γυναίκα τον πατέρα της.

Παρότι μια τέτοια εμπλοκή μπορεί σε κάποιους να μη φαίνεται σημαντική, αποτελεί στην πραγματικότητα μια πολύ ουσιαστική δυσκολία που έχει προεκτάσεις σε όλους τους τομείς της ζωής του ατόμου που την αντιμετωπίζει. Αν κι εσείς νιώθετε ότι παραμένετε σε μια σχέση επειδή λυπάστε τον άλλον, ξανασκεφτείτε το. Ο οίκτος ακινητοποιεί και εγκλωβίζει. Προσπαθείστε να δείτε με άλλο μάτι την προοπτική του συντρόφου σας στο μέλλον. Η αλήθεια είναι ότι  κανένας δεν χάνεται, ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να μπορεί να αντέξει τους αποχωρισμούς και τις απώλειες. Δείξτε σεβασμό στον εαυτό σας και στις ανάγκες σας και προσπαθήστε να συνειδητοποιήσετε ότι αν σέβεστε και αγαπάτε τον άλλον φεύγοντας θα ελευθερωθείτε και θα τον ελευθερώσετε. Πρώτη δημοσίευση Πρώτο θέμα