Επίδομα για το Πάσχα, ίσο με τον μισό μηνιαίο μισθό (ολόκληρο το δώρο), δικαιούνται οι εργαζόμενοι που απασχολήθηκαν στην ίδια επιχείρηση από την 1η Ιανουαρίου έως τις 30 Απριλίου κάθε έτους.
Δώρο Πάσχα λαμβάνουν όλοι οι μισθωτοί, είτε είναι αμειβόμενοι με μισθό ή ημερομίσθιο είτε με ποσοστά, με αμοιβή κατ' αποκοπή, με ωρομίσθιο κ.λπ. και ανεξάρτητα από το αν παρέχουν τις υπηρεσίες τους με πλήρη ή μειωμένη ή εκ περιτροπής σχέση εργασίας. Το ύψος του επιδόματος εορτών Πάσχα είναι συνάρτηση του χρόνου διάρκειας της εργασιακής σχέσης και του ύψους του ημερομισθίου.
Για τους αμειβόμενους με μισθό, ως ημερομίσθιο λογίζεται το 1/25ο του μηνιαίου μισθού ή το 1/6 των εβδομαδιαίων αποδοχών με βάση υπολογισμού τις αποδοχές που καταβάλλονται κατά την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα. Στις τακτικές αποδοχές συνυπολογίζεται και το επίδομα αδείας.
Σε περίπτωση που η σχέση εργασίας κάποιου μισθωτού με τον εργοδότη του δεν είχε διάρκεια ολόκληρο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, δικαιούται δώρο ανάλογο με τον χρόνο που έχει εργασθεί.
Για τον υπολογισμό του χρόνου εργασίας, συνυπολογίζονται ο χρόνος υποχρεωτικής αποχής από την εργασία των γυναικών πριν και μετά τον τοκετό, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εργαζόμενος σπουδαστής έλαβε σπουδαστική άδεια προκειμένου να συμμετάσχει σε εξετάσεις και ο χρόνος άδειας λουτροθεραπείας, εφόσον υπάρχει γνωμάτευση από ασφαλιστικό οργανισμό.
Αν ο μισθωτός ασθένησε κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, αφαιρούνται οι ημέρες που έλαβε επίδομα ασθενείας από τον ασφαλιστικό φορέα. Συνυπολογίζεται, επίσης, η απασχόληση τις Κυριακές ή τις αργίες, καθώς και η νυκτερινή εργασία.
Δεν υπολογίζονται οι μέρες κατά τις οποίες ο μισθωτός απείχε από την εργασία του αδικαιολόγητα καθώς και οι ημέρες που έλαβε άδεια χωρίς αποδοχές ή συνδικαλιστική άδεια.
Το δώρο Πάσχα δεν επιτρέπεται να καταβληθεί σε είδος, αλλά μόνο σε χρήμα, ενώ για το επίδομα παρακρατούνται εισφορές υπέρ του ΙΚΑ και Φόρος Μισθωτών Υπηρεσιών.