Σελίδες

Thessaloniki video tour

1/11/13

Ο πόθος ταιριάζει στον κινηματογράφο



scarlettttt
Ερωτισμός και σινεμά είναι μια παμπάλαια σχέση, συνήθως αμφιλεγόμενη. Χώρεσαν σε αυτήν κραυγαλέες αντιθέσεις: η πορνογραφία και η αθωότητα, η λογοκρισία και η ελεύθερη έκφραση, η γυμνή αλήθεια και η υποκρισία. Το σεξ στο σινεμά είναι ένα διαχρονικό «σκάνδαλο», που υποδαυλίζει εντάσεις και ανοίγει συζητήσεις ακόμη και σήμερα. Παράδοξο εκ πρώτης όψεως αυτό, γιατί η ποπ κουλτούρα στις μέρες μας είναι κορεσμένη σεξουαλικά.

Τρεις ταινίες γύρω από το σεξ προετοιμάζουν ένα καυτό κινηματογραφικά φθινόπωρο. Η «Νέα και όμορφη» προβάλλεται ήδη, ενώ αναμένονται η σκανδαλώδης «Ζωή της Αντέλ» (ο φετινός Χρυσός Φοίνικας των Καννών) και το πολυσυζητημένο «Don Jon’s Addiction». Θα υπάρξει συνέχεια. Αρχές του 2014 θα μας έρθει το «Nymphomaniac» (ο εμπνευστής του, ο Λαρς φον Τρίερ, προς το παρόν μοιράζει αισθησιακά φωτογραφικά ενσταντανέ των πρωταγωνιστών του). Αναμένεται και το «Lovelace», η βιογραφία της Λίντα Λάβλεϊς, «του κοριτσιού της διαφήμισης για τη σεξουαλική επανάσταση».Το «Βαθύ λαρύγγι» της, χάρη στο οποίο η πορνοστάρ έζησε για λίγο δόξα μεγάλης σταρ, ταυτίστηκε με… κοσμοϊστορικές στιγμές για τα σεξουαλικά ήθη της Αμερικής. To 1972, για πρώτη φορά η πορνογραφία αντιμετωπίστηκε σαν κάτι mainstream – μέχρι και στο περιοδικό των New York Times δημοσιεύτηκε κριτική για το «Βαθύ λαρύγγι» με τίτλο «Porno Chic».
Ο Δον Ζουάν και το laptop
Στο «Don Jon’s Addiction», η ερωτική επιθυμία παίρνει τη μορφή εθισμού στην πορνογραφία. Ενας Ιταλοαμερικανός, τον οποίο οι φίλοι φωνάζουν «Δον Τζον» γιατί οι ερωτικές του επιδόσεις θυμίζουν Καζανόβα, έχει ακόρεστη δίψα για σεξ και άνεση όταν φλερτάρει στα κλαμπ τα βράδια. Εχει εμμονή με την απόλυτη τάξη, αλλά και με το σώμα του (γυμνάζεται καθημερινά ψιθυρίζοντας… προσευχές). Πηγαίνει τακτικά στην εκκλησία (καθολικός και στερεοτυπικά ενοχικός) και εξομολογείται ζητώντας άφεση αμαρτιών για την εβδομάδα που πέρασε. Αυτός ο Δον Ζουάν, που έχει και κάτι από hipster, λατρεύει το παλιό αυτοκίνητό του σαν φετίχ και βιώνει το σεξ σαν φαντασίωση βλέποντας στο Ιντερνετ πορνό. Ο ηδονοβλεψίας Δον Ζουάν, μόνος στον παράδεισό του και ανίκανος για ουσιαστική σαρκική επαφή, αυτοϊκανοποιείται. Στον παράδεισο, όμως, θα παρεισφρήσει ο πειρασμός. Η όμορφη Μπάρμπαρα, που λατρεύει τις σαπουνόπερες και τα άρλεκιν της μεγάλης οθόνης. Οι ρομαντικές της προσδοκίες είναι και αυτές σαν φαντασίωση.
Πριν από δύο χρόνια, στο «Shame» του Βρετανού Στιβ Μακουίν, μια παρόμοια ιστορία εξελίχθηκε σαν μαρτύριο για έναν άλλο Καζανόβα, που το μυαλό του έχει εγκλωβίσει το κορμί του στην πορνογραφία. Σήμερα, στο «Don Jon’s Addiction», ο Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ κινηματογραφεί τον εαυτό του (είναι και ο πρωταγωνιστής) σε μια παραλίγο ρομαντική κομεντί γύρω από το πώς φαντασιώνεται ο άντρας τη γυναίκα. Ο εθισμός στην πορνογραφία αφορά μια εποχή όπου το cybersex έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις. Πριν από αυτές τις δύο κινηματογραφικές ταινίες υπήρξε και η τηλεοπτική σειρά «Californication», που έθιγε το ίδιο πάνω–κάτω ζήτημα.
Χωρίς ταμπού
Το 1956, στο «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», ο Ροζέ Βαντίμ αναστάτωσε το κοινό της εποχής με τις περιπέτειες μιας 18χρονης, που η εικόνα της παραμένει κράμα σεξουαλικότητας και αθωότητας. Σήμερα, ο Γαλλοτυνήσιος Αμπντελατίφ Κεσίς προκαλεί με αντίστοιχο τρόπο, δείχνοντας δύο ομοφυλόφιλες γυναίκες να κάνουν έρωτα. Ο θόρυβος ή το κουτσομπολιό για τις τολμηρές ερωτικές σκηνές της Αντέλ Εξαρχόπουλος με τη Λέα Σεϊντού, που ομολογουμένως είναι στα όρια του σοφτ πορνό, δεν σκεπάζει όμως την αληθινή αξία μιας σπουδαίας ταινίας. Το σεξ εδώ λειτουργεί σαν μεγεθυντικός φακός, αναδεικνύοντας προβλήματα γύρω από την εφηβεία και την ενηλικίωση. Η 16χρονη Αντέλ, που αναζητεί χωρίς ταμπού τη σεξουαλική της ταυτότητα, αλλά και τον δρόμο της στη ζωή, ερωτεύεται με πάθος την Εμα, η οποία έχει βαμμένα μπλε τα μαλλιά της και τελειώνει τη Σχολή Καλών Τεχνών.
Ο Βαντίμ χάιδεψε με το βλέμμα του τις καμπύλες της Μπριζιτ Μπαρντό, πλάθοντας έτσι και τον δικό της μύθο. Ο Κεσίς μαγνητίζεται από το πρόσωπο και το βλέμμα της Αντέλ. Τον διακρίνει δε μια ελευθερία σαν και αυτή των σκηνοθετών της γαλλικής νουβέλ βαγκ. Η τρυφερότητα, το πάθος και η ειλικρίνεια ξεπλένουν ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί χυδαίο.
Αθωότητα και σκοτάδι
Στο «Νέα και όμορφη» του Φρανσουά Οζόν, η 17χρονη Ιζαμπέλ γίνεται πόρνη χωρίς προφανείς λόγους. Προέρχεται από εύπορη οικογένεια. Τα μεσημέρια, μετά το σχολείο, συστήνεται ως 20χρονη Λέα στους πελάτες της. Μια ιστοσελίδα στο Ιντερνετ και ένα καρτοκινητό τής είναι αρκετά. Ο Οζόν συμπληρώνει δυο-τρία πράγματα που θα θέλαμε να ξέρουμε γι’ αυτήν και για το κενό στη ζωή της. Προκλητικά, σχηματικά, αλλά και υπαινικτικά: η αθωότητα κρύβει μέσα της ένα σκοτάδι. Η Ιζαμπέλ, που διαθέτει όπως η ίδια θέλει το κορμί της, είναι συγγενής μόνο κατά τα φαινόμενα με κινηματογραφικές ηρωίδες, όπως αυτή του Μπουνιουέλ στην «Ωραία της ημέρας» ή του Γκοντάρ στο «Ζούσε τη ζωή της». Φαντάζει σαν την Αλίκη του παραμυθιού σε μια ρομαντική ταινία γύρω από το τέλος της αθωότητας και τον θάνατο του έρωτα. Αδιάφορη, κινείται με άδειο βλέμμα ανάμεσα στον πρώτο της έρωτα (μια τραυματική εμπειρία στο τέλος του καλοκαιριού) και στον πρώτο της πελάτη (μια εμπειρία μάλλον τρυφερή, με έναν ηλικιωμένο άντρα τις πρώτες ημέρες του φθινοπώρου). Η ιστορία της, μοιρασμένη στις τέσσερις εποχές του χρόνου, διακόπτεται νοσταλγικά από τέσσερα παλιά γαλλικά τραγούδια της Φρανσουάζ Αρντί.
kathimerini.gr