Η τρέχουσα πραγματικότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, άλλωστε, όπως συνοπτικά παρουσιάζεται στη σελίδα 45, είναι τέτοια που δεν προσφέρει στον ΣΥΡΙΖΑ τον χρόνο τον οποίο σε άλλες εποχές (και με άλλα εκλογικά ποσοστά) θα κατανάλωνε για να αντιπαρατεθούν και να γεφυρωθούν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις μεταξύ κοσμοπολιτών, κομμουνιστογενών και λοιπών αριστερών δυνάμεων…
Κάποιοι εντός του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, ήδη συνειδητοποιούν ότι το κόμμα – ως αξιωματική αντιπολίτευση και δυνάμει κυβέρνηση – δεν μπορεί να είναι πλέον χώρος αναλύσεων, αλλά παραγωγής πολιτικής. Υπ’ αυτήν την έννοια η συζήτηση περιστρέφεται στην αποτύπωση της πραγματικότητας των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Έτσι, τα ερωτήματα που απασχολούν τον ΣΥΡΙΖΑ «ως μελλοντική κυβέρνηση» πρέπει να απαντηθούν σύντομα:
◆ Τι είδους συμπεριφορά θα αντιμετωπίσει ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση από την Τουρκία;
◆ Ποιες είναι οι προθέσεις – επιδιώξεις της Τουρκίας (δηλαδή του τουρκικού κράτους) και πώς θα τις υλοποιήσει;
Το ερώτημα δηλαδή που απασχολεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, διατυπωμένο με άλλα λόγια, αφορά το τι είναι πιθανό να αντιμετωπίσει η Ελλάδα από την Τουρκία και πώς ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να κινήσει τους αρμόδιους μηχανισμούς του ελληνικού κράτους, με τις δεδομένες αδράνειες, ανεπάρκειες, προκειμένου να πετύχει τη συναντίληψη, συστράτευση και στήριξη της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού.
Υπάρχει μια (ρεαλιστική) προσέγγιση, η οποία δίνει τη μάχη της προκειμένου να αποτελέσει τη βάση της θέσης του ΣΥΡΙΖΑ για τα ελληνοτουρκικά. Σύμφωνα με αυτήν, από το 1973 και εντεύθεν η συμπεριφορά του τουρκικού κράτους έναντι της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από επιθετική χρήση στρατιωτικών μέσων, εσχάτως και από την αξιοποίηση της στρατιωτικής του υπεροπλίας.
Έτσι οι τουρκικές κυβερνήσεις δεν περιορίζονται απλώς στην υποστήριξη πολιτικών διεκδικήσεων και με στρατιωτικές κινήσεις, αλλά επιδιώκουν στρατιωτικά τετελεσμένα (Κύπρος), τα οποία στη συνέχεια συντηρούν με διπλωματική δραστηριότητα.
Οι ρεαλιστές, αυτοί δηλαδή οι οποίοι προσεγγίζουν την εξωτερική πολιτική της χώρας με μια προσεκτική ανάλυση των δεδομένων, διαπιστώνουν τα σημεία των ελληνοτουρκικών τριβών ως εξής:
Στο Αιγαίο
Ήδη από το 1974, αλλά με ιδιαίτερη ένταση και οξύτητα από τη δεκαετία του 1990 και μετά, καταγράφονται παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη, συχνά οπλισμένα. Τα τελευταία 3-4 χρόνια παρατηρείται εντεινόμενη η αμφισβήτηση και του θαλάσσιου ελέγχου του Αιγαίου από τουρκικά πολεμικά σκάφη, τα οποία περιπλανώνται μέσα στα ελληνικά νησιωτικά συμπλέγματα και τα ελληνικά χωρικά ύδατα παραβιάζοντας κάθε έννοια αβλαβούς διέλευσης.
Από το 1996 και μετά η Τουρκία σε διπλωματικό επίπεδο έχει θέσει, με τη θεωρία των γκρίζων ζωνών, υπό αμφισβήτηση την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, ισχυριζόμενη ότι μια σειρά από μικρονήσια και βραχονησίδες, που κατά την άποψη της Άγκυρας δεν κατονομάζονται σε διεθνείς συνθήκες (Λωζάννης 1923 και Παρισίων 1947), συνεχίζουν να ανήκουν στην Τουρκία ως χώρα – διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ως εκ τούτου αμφισβητείται, τόσο διμερώς όσο και σε διεθνή fora (π.χ. ΝΑΤΟ, Συμβούλιο της Ευρώπης, Ε.Ε.), η ελληνική κυριαρχία, π.χ., σε νησιά όπως η Γαύδος, σε βραχονησίδες όπως οι Καλόγηροι στο κέντρο του Αιγαίου ή η Ζουράφα μεταξύ Σαμοθράκης και Ίμβρου, κατοικημένα μικρονήσια όπως η Καλόλιμνος, οι Αρκοί, οι Λειψοί, το Αγαθονήσι.
Η αμφισβήτηση αυτή έχει τεθεί με τον πιο επίσημο τρόπο σε διμερές επίπεδο (κατά πρώτον στη συνάντηση Πάγκαλου – Γκιονενσάι στο Βουκουρέστι, τον Μάρτιο του 1996) και ιδίως στους 60 και πλέον γύρους διερευνητικών επαφών, που συνεχίζονται έως σήμερα.
Την όλη εικόνα της τουρκικής συμπεριφοράς στο Αιγαίο συμπληρώνει η εκπεφρασμένη (και διμερώς και έναντι τρίτων) τουρκική θέση ότι τα ελληνικά νησιά δεν έχουν άλλη θαλάσσια ζώνη πέραν των χωρικών υδάτων (δηλαδή ούτε υφαλοκρηπίδα ούτε ΑΟΖ). Την άποψη αυτήν η Τουρκία έχει διπλωματικά κατοχυρώσει με δύο τρόπους:
1 Με τη Συμφωνία της Βέρνης του 1976, η οποία όριζε ότι, μέχρι να επιλυθούν οι διαφορές περί την υφαλοκρηπίδα, οι δύο πλευρές συμφωνούν να μην προχωρήσουν σε οιεσδήποτε έρευνες αποσκοπούν σε εκμετάλλευση του υπεδάφους του Αιγαίου.
Το πνεύμα της Συμφωνίας της Βέρνης έχει επικαλεσθεί κατά κόρον στις διερευνητικές επαφές η τουρκική πλευρά, προκειμένου να αποτρέψει οιαδήποτε κίνηση εκμετάλλευσης της ελληνικής ΑΟΖ, απαιτώντας προηγούμενη συμφωνία επί της μη ύπαρξης ελληνικής ΑΟΖ ανατολικά της γραμμής Ρόδου – Κάσου – Κάβο Σίδερο της Κρήτης. Γι’ αυτό η Άγκυρα θεωρεί ότι το Καστελόριζο αποτελεί ειδική περίπτωση, δεν εντάσσεται στα ελληνικά νησιωτικά συμπλέγματα ως ευρισκόμενο – εκτός Αιγαίου – στην ανατολική Μεσόγειο και διαθέτοντας μόνο χωρικά ύδατα εύρους 6 ν.μ.
Όλες οι διεκδικήσεις που συστηματικά καταθέτει η Άγκυρα στο πλαίσιο των αποκαλούμενων διερευνητικών επαφών υπογραμμίζονται από τη λογική του casus belli, δηλαδή την απειλή πολέμου εφ’ όσον η Ελλάδα ασκήσει δικαιώματα που της παραχωρεί μεν το Δίκαιο της Θάλασσας, αλλά με τα οποία δεν συμφωνεί η Τουρκία.
2 Με τη Συμφωνία (Διακήρυξη, για τη διπλωματική ακρίβεια) της Μαδρίτης του 1997, στην οποία γίνεται λόγος για «νόμιμα ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο», δίχως περαιτέρω να προσδιορίζονται ποια είναι αυτά. Η Διακήρυξη της Μαδρίτης, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη ελληνική παραμονή σε 60 και πλέον γύρους άτυπων διαπραγματεύσεων (που κατ’ ευφημισμόν αποκαλούνται διερευνητικές επαφές), συνιστά για κάθε καλόπιστο τρίτο έμπρακτη απόδειξη ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει το βάσιμο των τουρκικών διεκδικήσεων και τις συζητά.
Διότι ακριβώς η Τουρκία στους διαδοχικούς γύρους καταθέτει τις διεκδικήσεις της και, μολονότι κάθε πλευρά τηρεί τα δικά της πρακτικά (πρακτικά που υπογράφονται από κοινού δεν τηρούνται), αυτές οι διεκδικήσεις έχουν πλέον καταγραφεί ως «διαπραγματευτικό κεκτημένο» τόσο για την ίδια την Τουρκία όσο και για οιονδήποτε τρίτο ενημερώνεται από την Τουρκία περί των επαφών αυτών. Και ενημερώνονται πολλοί.
Στη Θράκη
Το τουρκικό προξενείο, από τη δεκαετία ήδη του 1950, έχει κατοχυρωθεί ως επιτόπια εκπροσώπηση της τουρκικής «Μητέρας Πατρίδας» και των τριών εθνοτικών συνιστωσών της μουσουλμανικής μειονότητας. Πολύ περισσότερο, το τουρκικό προξενείο έχει καθιερωθεί ως άτυπος αλλά καθοριστικός ρυθμιστής της ψήφου τής (ελεγχόμενης απ’ αυτό) πλειοψηφίας της μειονότητας. Με το προξενείο – και σχεδόν απευθείας πλέον – γίνονται τα εκλογικά νταραβέρια των Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ.
Το νέο στοιχείο στη συμπεριφορά της Άγκυρας δεν είναι, ωστόσο, η πολιτική της επιρροή στη μειονότητα. Ούτε τα μέσα εκφοβισμού παντός διαφωνούντος, τα οποία πλέον απροκάλυπτα μετέρχονται το προξενείο και οι λοιπές τουρκικές υπηρεσίες που δραστηριοποιούνται επιτοπίως. Το νέο στοιχείο είναι η (εσχάτως μη αποκρυπτόμενη πλέον) παραστρατιωτική οργάνωση τμήματος της μειονότητας, ιδίως στα Πομακοχώρια, αλλά και σε Ξάνθη και Κομοτηνή.
Οι προβοκάτσιες της Χρυσής Αυγής αποτελούν το πρόσχημα για τη δημόσια εμφάνιση μειονοτικής πολιτοφυλακής ως αντιπάλου δέους. Η προοπτική μιας «Ιντιφάντα» δεν είναι πια θεωρητικό ενδεχόμενο, αλλά διαθέσιμη επιλογή.
Μύχιοι… φόβοι
Από την παραπάνω περιγραφή προκύπτει ότι πρόθεση της Τουρκίας είναι να εμποδίσει την άσκηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων που σχετίζονται με την εκμετάλλευση υποθαλάσσιων ενεργειακών πόρων και στο Αιγαίο και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (πελάγη Λιβυκό και Καρπάθιο).
Για τον σκοπό αυτόν προετοιμάζεται, διπλωματικά και στρατιωτικά, για την απόσπαση ελληνικού εδάφους τόσο σε νησιά του Αιγαίου όσο και στην κρίσιμη (και για τη χάραξη υφαλοκρηπίδας, ΑΟΖ και χωρικών υδάτων) περιοχή της Θράκης. Για τους παραπάνω στόχους η Τουρκία χρησιμοποιεί και τους Έλληνες μουσουλμάνους πολίτες τόσο στη Θράκη όσο και στις Ρόδο και Κω.
Η εκδήλωση στρατιωτικής ενέργειας διευκολύνεται από την αποδιοργάνωση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, που περιπίπτουν σε διαρκώς χαμηλότερο επίπεδο επιχειρησιακής ετοιμότητας, καθώς, ελέω και της πολιτικής των μνημονίων, έχουν διαρκώς λιγότερα διαθέσιμα καύσιμα, πυρομαχικά και ποιοτικό έμψυχο δυναμικό.
Την εκδήλωση των τουρκικών προθέσεων διευκολύνει ιδιαίτερα η ακολουθούμενη τα τελευταία 20 χρόνια κατευναστική πολιτική από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Επιπλέον, η διεθνής (πολιτική και διπλωματική) απομόνωση της Ελλάδας από την αναπόφευκτη αντιπαλότητα με τους δανειστές της ευνοεί την εκδήλωση των τουρκικών προθέσεων.
Η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ
Η εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων ή εδάφους από κυβέρνηση της Αριστεράς (κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ) είναι αδιανόητη. Πάγια επιδίωξη της Αριστεράς σε ό,τι αφορά την Τουρκία ήταν και παραμένει η ειρηνική, φιλική ει δυνατόν, συνύπαρξη. Όχι όμως έναντι οποιουδήποτε κόστους!
Σήμερα η εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου ορυκτού και ενεργειακού πλούτου της χώρας (όπου και όσος υπάρχει – και υπάρχει σημαντικός!) αποτελεί ζωτική ανάγκη, μείζονα ελπίδα και προοπτική ανάπτυξης, άρα εξόδου από την ύφεση και τη δυστυχία. Συνεπώς, η άσκηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων είναι αδιαπραγμάτευτη, δεν υπόκειται στην έγκριση οιουδήποτε τρίτου (είτε της Τουρκίας είτε των ΗΠΑ είτε της Ε.Ε.).
Καθήκον της ελληνικής πολιτικής που θα εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ μέσω των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας θα πρέπει να είναι η διασφάλιση των προϋποθέσεων και συνθηκών αποτελεσματικής άσκησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Βασικό στοιχείο που δίνει υπόσταση και περιεχόμενο σε μια ελληνική εξωτερική πολιτική που θα εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η διασφάλιση αποτροπής οιουδήποτε στρατιωτικού τετελεσμένου εκ μέρους της Τουρκίας. Αναγκαία συνθήκη της αποτελεσματικής αποτροπής είναι πρωτίστως η εξασφάλιση της λειτουργικότητας των Ενόπλων Δυνάμεων. Άρα η εξωτερική πολιτική οφείλει να διατηρεί λειτουργικούς διαύλους με τρίτες χώρες, που θα επιτρέψουν την ελάχιστη απαιτούμενη ροή καυσίμων, ανταλλακτικών, πυρομαχικών και των απαραίτητων οπλικών συστημάτων.
Πέραν αυτού, η ελληνική εξωτερική πολιτική, προκειμένου να εξουδετερώσει τους στρατηγικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας, οφείλει να οικοδομήσει κοινά συμφέροντα (και επί αυτών συμπαρατάξεις και συμμαχίες) με χώρες και διεθνείς οργανισμούς, ώστε η προετοιμασία και επιτυχία οιουδήποτε τουρκικού στρατιωτικού εγχειρήματος / τετελεσμένου να καθίσταται όσο το δυνατόν περισσότερο δύσκολη και αμφίβολη.
Τέλος, η εξασφάλιση ουσιαστικής ισονομίας, ίσων ευκαιριών στους Έλληνες μουσουλμάνους πολίτες, η ισότιμη ενσωμάτωσή τους στον κοινωνικό και παραγωγικό ιστό της χώρας έχουν ζωτική σημασία για να μην ευοδωθούν τα σχέδια της Άγκυρας, η οποία θέλει τη μειονότητα πολυ-εργαλείο εξυπηρέτησης των επεκτατικών της προθέσεων.