Πολύ λιγότερα χρήματα δαπανούν για θέρμανση οι Έλληνες, σύμφωνα με έρευνα του καθηγητή Επαμεινώνδα Πανά, προέδρου του τμήματος Στατιστικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η έρευνα, την οποία δημοσιεύει η «Ελευθεροτυπία», καταγράφει τη δραματική μείωση όσον αφορά τις δαπάνες θέρμανσης στην οποία έχει προχωρήσει το 78,6% των πολιτών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 62,4% του πληθυσμιακού δείγματος το οποίο μελετήθηκε πλήττεται από ενεργειακή φτώχεια.
Στην κορυφή της λίστας των ενεργειακά φτωχών είναι οι άνεργοι, ενώ ακολουθούν οι νοικοκυρές και οι αγρότες.
Η διαπίστωση, όμως, δεν αφορά όμως μόνο τους πολύ φτωχούς, καθώς σε ποσοστό 60% τα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως εύποροι («πολύ άνετη οικονομική κατάσταση») δηλώνουν ότι χρησιμοποιούν λιγότερη θέρμανση από όση έχουν πραγματική ανάγκη.
Το 40% εξ αυτών δηλώνει ότι δύσκολα πληρώνει τους λογαριασμούς του σπιτιού και το 78,6% ότι βρίσκεται σε απόλυτα δυσχερή οικονομική κατάσταση.
Το 75,1% απαντάει καταφατικά στην ερώτηση «Έχουμε επιστρέψει σε εποχές που ο κόσμος θα κρυώνει και δεν θα έχει τη δυνατότητα να θερμάνει το σπίτι του;».
Η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών θεωρεί ότι οι ρυθμίσεις της κυβέρνησης για το επίδομα θέρμανσης δεν είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, με τα μεγαλύτερα ποσοστά να παρατηρούνται μεταξύ των αγροτών (87,5%) και των ανέργων (78%).
Στοιχεία της ταυτότητας του δείγματος
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Νοέμβριο στη βόρεια Ελλάδα σε τυχαίο δείγμα 814 ατόμων (ηλικίας από 18 έως 60 ετών), εκ των οποίων το 65,4% είναι γυναίκες και το 34,6% άνδρες.
Το 58,5% των ανθρώπων που ρωτήθηκαν μένει σε διαμέρισμα, το 29,7% σε μονοκατοικία και το 5,4% σε μεζονέτα.
Η συντριπτική πλειονότητα αφορά οικογένειες με παιδιά ή ηλικιωμένους, καθώς το 23,7% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι διαμένουν στην ίδια στέγη τρία άτομα, το 22,9% τέσσερα, το 10,8% περισσότερα από πέντε και το 26% δύο άτομα. Τέλος, σε ποσοστό 15% οι ερωτηθέντες δήλωσαν ότι ζουν μόνοι τους.
Το δείγμα ανά επαγγελματική κατάσταση έχει ως εξής: συνταξιούχοι (40,9%), νοικοκυρές (16,5%), φοιτητές (3,4%), επιχειρηματίες (12,2%), αγρότες (2%), εργαζόμενοι (16,2%), μη εργαζόμενοι (2,7%).