Παραφράζοντας την φράση «δοκιμή και λάθος» (trial and error) που χρησιμοποιεί η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ για να περιγράψει την αβεβαιότητά της σχετικά με την κρίση χρέους στην Ευρώπη, το άρθρο τονίζει ότι με τα μέχρι τώρα δεδομένα...
υπάρχει περισσότερο «λάθος» παρά «δοκιμή».
Το ελληνικό πρόβλημα, με το οποίο ξεκίνησαν όλα, παραμένει το ίδιο ανεπίλυτο όπως πριν από δύο χρόνια. Η χώρα βρίσκεται πιο κοντά στην χρεοκοπία από ό,τι τότε, η οικονομία συρρικνώνεται και το έλλειμμα αυξάνεται.
Η μοναδική πραγματική αλλαγή είναι ότι πλέον κανείς δεν θα εκπλαγεί, αν τις επόμενες εβδομάδες αντί μίας εθελοντικής αναδιάρθρωσης του χρέους υπάρξει μία με επίσημο τρόπο αναγκαστική συμμετοχή σε αυτήν. Οι αγορές έχουν ήδη αποτιμήσει την χρεοκοπία με επιτόκιο 40% στα νέα χαρτιά, επιτόκιο που ισχύει μόνον για εξαιρετικά κερδοσκοπικούς και επικίνδυνους τίτλους.
Αν δει κανείς τι έφταιξε, θα πρέπει να παραδεχθεί ότι πολλές καλές συμβουλές δεν ακολουθήθηκαν, ενώ από την άλλη πλευρά από οικονομολόγους και πολιτικούς ακούστηκαν πολλές μη ρεαλιστικές ιδέες. Τέλειο σχέδιο δεν υπήρξε σε καμία στιγμή, ενώ οι περισσότεροι πολιτικοί, και η ειδικά η κ.Μέρκελ δεν είχαν μία οικονομική παιδεία, η οποία να προβλέπει τι γίνεται σε περίπτωση δημοσιονομικών κρίσεων και κρίσεων χρέους.
Εξ’ αρχής το πρόβλημα Ελλάδα δεν αναλύθηκε σε βάθος. Η χώρα δεν είναι ένα αποτυχημένο κράτος όπως η Σομαλία, αλλά δεν έχει μέχρι τώρα μία καλά λειτουργούσα κυβέρνηση και δημόσια διοίκηση. Πολιτικά και νομικά ήταν αδύνατον να αποσταλεί στην χώρα ένα είδος ευρωπαϊκού Ύπατου Αρμοστή, ο οποίος με την βοήθεια εξωτερικών υπαλλήλων να προσπαθήσει να φτιάξει καινούριες δομές, όπως οι Σύμμαχοι έκαναν στην Γερμανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα κράτη της ΕΕ ήταν και παραμένουν κυρίαρχα, και αυτό είναι κάτι στο οποίο επιμένει ιδιαίτερα η Γερμανία. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε η ΕΕ και οι κυβερνήσεις να στείλουν τους καλύτερους ειδικούς στην Αθήνα: διπλωμάτες, περισσότερα στελέχη στις πρεσβείες και στα ιδρύματά τους στη χώρα. Η κ.Μέρκελ έπρεπε να μιλήσει στην Αθήνα για τις αρχές της «σουηβής νοικοκυράς» (σ.σ. υπόδειγμα συνετής οικονομικής διαχείρισης) και να εξιστορήσει τη δύσκολη αλλαγή στην Ανατολική Γερμανία.
Οι πιο απλοί κανόνες, όπως το πώς μπορεί κανείς να δώσει κίνητρο στους ανθρώπους, παραβλέφθηκαν. Και άλλοι απλοί οικονομικοί κανόνες δεν ελήφθησαν υπόψη, π.χ. το ότι επιχειρήσεις, οι οποίες κάνουν μόνον οικονομία και δεν παράγουν νέα προϊόντα, δεν επιβιώνουν για πολύ. Σαφώς η Ελλάδα έπρεπε να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της και να μειώσει τους μισθούς, οι οποίοι ήταν και εξακολουθούν να είναι υψηλοί.
Έπρεπε όμως κατά πρώτον να ενισχύσει την παραγωγικότητα μέσω της προώθησης των δομικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες μέχρι σήμερα έχουν εφαρμοστεί μόνον εν μέρει, όπως στην περίπτωση του περιορισμού των προνομίων επαγγελματικών κατηγοριών. Οι κυβερνήσεις των χωρών του Ευρώ και το ΔΝΤ δέχτηκαν να γίνει οικονομία εκεί, όπου είναι εύκολο και γρήγορο, δηλαδή στις συντάξεις, στους μισθούς στον δημόσιο τομέα και στις δημόσιες επενδύσεις.
Είναι αλήθεια ότι χωρίς ένα ‘σοκ’ δεν θα είχε αλλάξει τίποτε στην χώρα. Ακόμα και τώρα όλα προχωρούν πολύ αργά, αλλά στο μεταξύ το είδος των περικοπών που επεβλήθησαν μείωσε το ΑΕΠ. Το αποτέλεσμα είναι ότι το χρέος αυξήθηκε σημαντικά, ενώ και το έλλειμμα δεν μειώθηκε. Ήδη από το καλοκαίρι το ΔΝΤ έκρινε ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους δεν είναι πλέον δεδομένη. Η χορήγηση των δύο τελευταίων δόσεων της βοήθειας πραγματοποιήθηκε μόνον κατόπιν άσκησης ισχυρής πίεσης για την ακολουθούμενη πολιτική.
Οι ειδικοί που πρότειναν να πραγματοποιηθεί στην αρχή η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είχαν δίκιο. Η προσπάθεια να πληρώσουν μόνον οι ιδιώτες πιστωτές είναι πολιτικά κατανοητή, συνέτεινε όμως στη διεύρυνση της κρίσης και σε υψηλότερους τόκους για Ιταλία και Γαλλία, ενώ προσέθεσε στο ελληνικό πρόβλημα χρέους και ένα έντονο πρόβλημα ανάπτυξης.
Ο Διεθνής Τραπεζικός Σύνδεσμος IIF διαπραγματεύεται ακόμα, επειδή έχει διακρίνει το αδιέξοδο: Εάν αφήσει το Σαββατοκύριακο τις συνομιλίες να αποτύχουν, η Ελλάδα μπορεί να εξαναγκάσει νομοθετικά τους πιστωτές να συμμετάσχουν στην αναδιάρθρωση, γεγονός που θα σήμαινε αδυναμία πληρωμών, θα ενεργοποιούσε μεν τα ασφάλιστρα κινδύνου, δεν θα μείωνε όμως καθόλου τις ζημίες για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Δυσάρεστη θα ήταν η χρεοκοπία για τις χώρες της ευρωζώνης, καθώς θα σημειωνόταν σημαντική απώλεια αξίας των ελληνικών ομολόγων που έχει αγοράσει η ΕΚΤ, με τελικό αποτέλεσμα τη μεταφορά της ζημίας στα κράτη. Επιπλέον, θα ήταν αδύνατον να αποφευχθεί η χορήγηση περαιτέρω βοήθειας προς την Ελλάδα. Ακόμα όμως και αν πετύχει η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, η όλη κατασκευή παραμένει ασταθής.
Το σχέδιο για τη μείωση του ελληνικού χρέους στο 120% του ΑΕΠ το 2020 μάλλον δεν μπορεί να εκπληρωθεί λόγω χαμηλής ανάπτυξης. Επιπλέον, αυτό το ποσοστό χρέους εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά υψηλό για την χώρα. Ο δημόσιος τομέας, δηλαδή σε τελική ανάλυση ο Γερμανός φορολογούμενος, θα κληθεί να συμμετάσχει στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Η φθηνότερη λύση πάλι θα ήταν και πολιτικά ανέφικτη: Η συμφωνία των κρατών της Ευρωζώνης το 2010 να χρηματοδοτήσουν από κοινού το ελληνικό έλλειμμα, φυσικά υπό όρους. Αν γινόταν αυτό, το ελληνικό πρόβλημα δεν θα ήταν μεγαλύτερο από ό,τι είναι σήμερα και οι παράπλευρες απώλειες για την Ευρώπη και την παγκόσμια οικονομία θα ήταν σαφώς μικρότερες. Αυτή η προσπάθεια όμως, η οποία δεν θα ήταν ακριβότερη από τα άλλα λάθη που έγιναν, δεν έγινε - καταλήγει το άρθρο.
υπάρχει περισσότερο «λάθος» παρά «δοκιμή».
Το ελληνικό πρόβλημα, με το οποίο ξεκίνησαν όλα, παραμένει το ίδιο ανεπίλυτο όπως πριν από δύο χρόνια. Η χώρα βρίσκεται πιο κοντά στην χρεοκοπία από ό,τι τότε, η οικονομία συρρικνώνεται και το έλλειμμα αυξάνεται.
Η μοναδική πραγματική αλλαγή είναι ότι πλέον κανείς δεν θα εκπλαγεί, αν τις επόμενες εβδομάδες αντί μίας εθελοντικής αναδιάρθρωσης του χρέους υπάρξει μία με επίσημο τρόπο αναγκαστική συμμετοχή σε αυτήν. Οι αγορές έχουν ήδη αποτιμήσει την χρεοκοπία με επιτόκιο 40% στα νέα χαρτιά, επιτόκιο που ισχύει μόνον για εξαιρετικά κερδοσκοπικούς και επικίνδυνους τίτλους.
Αν δει κανείς τι έφταιξε, θα πρέπει να παραδεχθεί ότι πολλές καλές συμβουλές δεν ακολουθήθηκαν, ενώ από την άλλη πλευρά από οικονομολόγους και πολιτικούς ακούστηκαν πολλές μη ρεαλιστικές ιδέες. Τέλειο σχέδιο δεν υπήρξε σε καμία στιγμή, ενώ οι περισσότεροι πολιτικοί, και η ειδικά η κ.Μέρκελ δεν είχαν μία οικονομική παιδεία, η οποία να προβλέπει τι γίνεται σε περίπτωση δημοσιονομικών κρίσεων και κρίσεων χρέους.
Εξ’ αρχής το πρόβλημα Ελλάδα δεν αναλύθηκε σε βάθος. Η χώρα δεν είναι ένα αποτυχημένο κράτος όπως η Σομαλία, αλλά δεν έχει μέχρι τώρα μία καλά λειτουργούσα κυβέρνηση και δημόσια διοίκηση. Πολιτικά και νομικά ήταν αδύνατον να αποσταλεί στην χώρα ένα είδος ευρωπαϊκού Ύπατου Αρμοστή, ο οποίος με την βοήθεια εξωτερικών υπαλλήλων να προσπαθήσει να φτιάξει καινούριες δομές, όπως οι Σύμμαχοι έκαναν στην Γερμανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα κράτη της ΕΕ ήταν και παραμένουν κυρίαρχα, και αυτό είναι κάτι στο οποίο επιμένει ιδιαίτερα η Γερμανία. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε η ΕΕ και οι κυβερνήσεις να στείλουν τους καλύτερους ειδικούς στην Αθήνα: διπλωμάτες, περισσότερα στελέχη στις πρεσβείες και στα ιδρύματά τους στη χώρα. Η κ.Μέρκελ έπρεπε να μιλήσει στην Αθήνα για τις αρχές της «σουηβής νοικοκυράς» (σ.σ. υπόδειγμα συνετής οικονομικής διαχείρισης) και να εξιστορήσει τη δύσκολη αλλαγή στην Ανατολική Γερμανία.
Οι πιο απλοί κανόνες, όπως το πώς μπορεί κανείς να δώσει κίνητρο στους ανθρώπους, παραβλέφθηκαν. Και άλλοι απλοί οικονομικοί κανόνες δεν ελήφθησαν υπόψη, π.χ. το ότι επιχειρήσεις, οι οποίες κάνουν μόνον οικονομία και δεν παράγουν νέα προϊόντα, δεν επιβιώνουν για πολύ. Σαφώς η Ελλάδα έπρεπε να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της και να μειώσει τους μισθούς, οι οποίοι ήταν και εξακολουθούν να είναι υψηλοί.
Έπρεπε όμως κατά πρώτον να ενισχύσει την παραγωγικότητα μέσω της προώθησης των δομικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες μέχρι σήμερα έχουν εφαρμοστεί μόνον εν μέρει, όπως στην περίπτωση του περιορισμού των προνομίων επαγγελματικών κατηγοριών. Οι κυβερνήσεις των χωρών του Ευρώ και το ΔΝΤ δέχτηκαν να γίνει οικονομία εκεί, όπου είναι εύκολο και γρήγορο, δηλαδή στις συντάξεις, στους μισθούς στον δημόσιο τομέα και στις δημόσιες επενδύσεις.
Είναι αλήθεια ότι χωρίς ένα ‘σοκ’ δεν θα είχε αλλάξει τίποτε στην χώρα. Ακόμα και τώρα όλα προχωρούν πολύ αργά, αλλά στο μεταξύ το είδος των περικοπών που επεβλήθησαν μείωσε το ΑΕΠ. Το αποτέλεσμα είναι ότι το χρέος αυξήθηκε σημαντικά, ενώ και το έλλειμμα δεν μειώθηκε. Ήδη από το καλοκαίρι το ΔΝΤ έκρινε ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους δεν είναι πλέον δεδομένη. Η χορήγηση των δύο τελευταίων δόσεων της βοήθειας πραγματοποιήθηκε μόνον κατόπιν άσκησης ισχυρής πίεσης για την ακολουθούμενη πολιτική.
Οι ειδικοί που πρότειναν να πραγματοποιηθεί στην αρχή η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είχαν δίκιο. Η προσπάθεια να πληρώσουν μόνον οι ιδιώτες πιστωτές είναι πολιτικά κατανοητή, συνέτεινε όμως στη διεύρυνση της κρίσης και σε υψηλότερους τόκους για Ιταλία και Γαλλία, ενώ προσέθεσε στο ελληνικό πρόβλημα χρέους και ένα έντονο πρόβλημα ανάπτυξης.
Ο Διεθνής Τραπεζικός Σύνδεσμος IIF διαπραγματεύεται ακόμα, επειδή έχει διακρίνει το αδιέξοδο: Εάν αφήσει το Σαββατοκύριακο τις συνομιλίες να αποτύχουν, η Ελλάδα μπορεί να εξαναγκάσει νομοθετικά τους πιστωτές να συμμετάσχουν στην αναδιάρθρωση, γεγονός που θα σήμαινε αδυναμία πληρωμών, θα ενεργοποιούσε μεν τα ασφάλιστρα κινδύνου, δεν θα μείωνε όμως καθόλου τις ζημίες για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Δυσάρεστη θα ήταν η χρεοκοπία για τις χώρες της ευρωζώνης, καθώς θα σημειωνόταν σημαντική απώλεια αξίας των ελληνικών ομολόγων που έχει αγοράσει η ΕΚΤ, με τελικό αποτέλεσμα τη μεταφορά της ζημίας στα κράτη. Επιπλέον, θα ήταν αδύνατον να αποφευχθεί η χορήγηση περαιτέρω βοήθειας προς την Ελλάδα. Ακόμα όμως και αν πετύχει η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, η όλη κατασκευή παραμένει ασταθής.
Το σχέδιο για τη μείωση του ελληνικού χρέους στο 120% του ΑΕΠ το 2020 μάλλον δεν μπορεί να εκπληρωθεί λόγω χαμηλής ανάπτυξης. Επιπλέον, αυτό το ποσοστό χρέους εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά υψηλό για την χώρα. Ο δημόσιος τομέας, δηλαδή σε τελική ανάλυση ο Γερμανός φορολογούμενος, θα κληθεί να συμμετάσχει στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Η φθηνότερη λύση πάλι θα ήταν και πολιτικά ανέφικτη: Η συμφωνία των κρατών της Ευρωζώνης το 2010 να χρηματοδοτήσουν από κοινού το ελληνικό έλλειμμα, φυσικά υπό όρους. Αν γινόταν αυτό, το ελληνικό πρόβλημα δεν θα ήταν μεγαλύτερο από ό,τι είναι σήμερα και οι παράπλευρες απώλειες για την Ευρώπη και την παγκόσμια οικονομία θα ήταν σαφώς μικρότερες. Αυτή η προσπάθεια όμως, η οποία δεν θα ήταν ακριβότερη από τα άλλα λάθη που έγιναν, δεν έγινε - καταλήγει το άρθρο.