κανόνα πέντε προς ένα μεταξύ των προσλήψεων και των αποχωρήσεων και περιορισμό των ένστολων και των στρατιωτικών καθώς επίσης και λουκέτα σε δημόσιους οργανισμούς, ζητεί η Τρόικα, όπως προκύπτει από το Μνημόνιο 2, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης των δημοσίων υπαλλήλων κατά 150.000 ως το 2015.
Η απαίτηση αυτή, που, όπως όλα δείχνουν, έχει γίνει αποδεκτή από την κυβέρνηση, εκτιμάται ότι θα διαμορφώσει ένα νέο τοπίο στους φορείς του Δημοσίου οι οποίοι καλούνται να λειτουργήσουν υπό νέες συνθήκες.
Ήδη, η ηγεσία του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη το θέμα της διαχείρισης του προσωπικού, μέσω της μεταρρύθμισης του κράτους και την αξιολόγηση των υπαλλήλων.
Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου μάλιστα με την οποία θα ανατίθεται στον ίδιο τον Πρωθυπουργό η ευθύνη της μεταρρύθμισης του δημόσιου τομέα, αναμένεται να συζητηθεί στη προσεχή συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Σ΄αυτό το πλαίσιο, απόφαση της κυβέρνησης είναι να προχωρήσει άμεσα η εφαρμογή των επιτελικών λειτουργιών των υπουργείων, γεγονός που εκτιμάται ότι απαιτεί, εκτός των άλλων, και προσωπικό «υψηλής κατά κανόνα κατάρτισης». Η απόφαση αυτή είναι απολύτως βέβαιον ότι θα οδηγήσει- μέσω και της αξιολόγησης του προσωπικού-, στη δραστική μείωση των θέσεων των υπαλλήλων «χαμηλών προσόντων».
Ήδη, στη «Λευκή Βίβλο» που έχει δοθεί από το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης προς δημόσια διαβούλευση και αναμένεται να αποτελέσει το «μπούσουλα» της μεταρρύθμισης του κράτους, προτείνεται, σε πρώτη φάση, η κατάργηση των κενών οργανικών θέσεων της κεντρικής διοίκησης στις οποίες υπηρετούν υπάλληλοι υποχρεωτικής και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Προτείνεται, δηλαδή, η κατάργηση του 44% των κενών οργανικών θέσεων των υπουργείων.
«Εν συνεχεία», επισημαίνεται, «θα πρέπει οι νέοι οργανισμοί να λαμβάνουν υπόψη τον επιτελικό χαρακτήρα των υπουργείων και να μεριμνούν για την στελέχωσή τους με υψηλών προσόντων, γνώσεων και δεξιοτήτων προσωπικό».
Εκτιμάται, από την άλλη πλευρά, ότι«το προσωπικό των υπουργείων είναι γερασμένο με πολλά χρόνια προϋπηρεσίας».
Με δεδομένο ότι η μεταρρύθμιση του κράτους αποτελεί διακηρυγμένο στόχο, στη «Λευκή Βίβλο» θεωρείται επιβεβλημένη και «η αύξηση της κινητικότητας δημοσίων υπαλλήλων μεταξύ των επιπέδων διοίκησης, γεγονός που θα επιτρέψει την εισροή νέου ανθρώπινου κεφαλαίου στην κεντρική διοίκηση δίχως συνεπαγόμενο οικονομικό κόστος».
Για να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη αύξηση της κινητικότητας θα πρέπει να παρακαμφθεί το εμπόδιο της ύπαρξης πολλών διαφορετικών κλάδων σε όλο το εύρος της διοίκησης. Οι κλάδοι που προβλέπονται σήμερα στην κεντρική διοίκηση ανέρχονται σε 1.347, αριθμός που καθιστά την με ενιαίο τρόπο διοίκησή τους αδύνατη.
Πρέπει να επισημανθεί βεβαίως, ότι υπάρχουν κλάδοι οι οποίοι δεν είναι καλυμμένοι, δεν υπηρετεί σε αυτούς κανείς υπάλληλος, και επομένως δεν υφίστανται στην πράξη. Παρόλα αυτά, η ύπαρξη των πολλών κλάδων εκτιμάται ότι ακινητοποιεί τους δημοσίους υπαλλήλους στον φορέα στον οποίο εισήχθηκαν αρχικά όταν έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι.
Ετσι για παράδειγμα, απαιτείται σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του κλάδου υποδοχής για την μετάταξη ενός υπαλλήλου από έναν κλάδο σε έναν άλλο.
Προτείνεται, ως εκ τούτου, η δημιουργία διυπουργικών κλάδων, γεγονός που έχει γίνει αποδεκτό από την κυβέρνηση, στους οποίους θα εντάσσονται οι υπάλληλοι που πληρούν τις προϋποθέσεις, οι οποίοι θα μπορούν εν συνεχεία να υπηρετούν σε όποιο φορέα της διοίκησης προκύπτει ανάγκη στελέχωσης.
Η δημιουργία διυπουργικών κλάδων στους οποίους θα συγχωνευτούν οι υπάρχοντες κατακερματισμένοι και αναχρονιστικοί κλάδοι είναι το μέσο που θα οδηγήσει προς την εφαρμογή της έννοιας του κρατικού υπαλλήλου, οποίος θα μπορεί να υπηρετεί σε όποια θέση προκύπτει η οποία ταιριάζει στα προσόντα του, τις γνώσεις και τις δεξιότητές του.
Οι εξελίξεις αυτές είναι απολύτως βέβαιον ότι θα υποχρεώσουν ένα σημαντικό αριθμό υπαλλήλων «χαμηλών κυρίως προσόντων», των οποίων οι οργανικές θέσεις θα καταργηθούν στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης των υπουργείων, να πάρουν το δρόμο της απόλυσης.
Η απόλυση αυτή, βεβαίως, θα γίνει μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης στο τέλος του 2012 και στην περίπτωση κατά την οποία οι αρμοδιότητες που επιτελούν οι υπηρεσίες στις οποίες υπηρετούν δεν εκχωρηθούν τον ιδιωτικό τομέα ή στην αυτοδιοίκηση.
Η απαίτηση αυτή, που, όπως όλα δείχνουν, έχει γίνει αποδεκτή από την κυβέρνηση, εκτιμάται ότι θα διαμορφώσει ένα νέο τοπίο στους φορείς του Δημοσίου οι οποίοι καλούνται να λειτουργήσουν υπό νέες συνθήκες.
Ήδη, η ηγεσία του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη το θέμα της διαχείρισης του προσωπικού, μέσω της μεταρρύθμισης του κράτους και την αξιολόγηση των υπαλλήλων.
Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου μάλιστα με την οποία θα ανατίθεται στον ίδιο τον Πρωθυπουργό η ευθύνη της μεταρρύθμισης του δημόσιου τομέα, αναμένεται να συζητηθεί στη προσεχή συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Σ΄αυτό το πλαίσιο, απόφαση της κυβέρνησης είναι να προχωρήσει άμεσα η εφαρμογή των επιτελικών λειτουργιών των υπουργείων, γεγονός που εκτιμάται ότι απαιτεί, εκτός των άλλων, και προσωπικό «υψηλής κατά κανόνα κατάρτισης». Η απόφαση αυτή είναι απολύτως βέβαιον ότι θα οδηγήσει- μέσω και της αξιολόγησης του προσωπικού-, στη δραστική μείωση των θέσεων των υπαλλήλων «χαμηλών προσόντων».
Ήδη, στη «Λευκή Βίβλο» που έχει δοθεί από το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης προς δημόσια διαβούλευση και αναμένεται να αποτελέσει το «μπούσουλα» της μεταρρύθμισης του κράτους, προτείνεται, σε πρώτη φάση, η κατάργηση των κενών οργανικών θέσεων της κεντρικής διοίκησης στις οποίες υπηρετούν υπάλληλοι υποχρεωτικής και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Προτείνεται, δηλαδή, η κατάργηση του 44% των κενών οργανικών θέσεων των υπουργείων.
«Εν συνεχεία», επισημαίνεται, «θα πρέπει οι νέοι οργανισμοί να λαμβάνουν υπόψη τον επιτελικό χαρακτήρα των υπουργείων και να μεριμνούν για την στελέχωσή τους με υψηλών προσόντων, γνώσεων και δεξιοτήτων προσωπικό».
Εκτιμάται, από την άλλη πλευρά, ότι«το προσωπικό των υπουργείων είναι γερασμένο με πολλά χρόνια προϋπηρεσίας».
Με δεδομένο ότι η μεταρρύθμιση του κράτους αποτελεί διακηρυγμένο στόχο, στη «Λευκή Βίβλο» θεωρείται επιβεβλημένη και «η αύξηση της κινητικότητας δημοσίων υπαλλήλων μεταξύ των επιπέδων διοίκησης, γεγονός που θα επιτρέψει την εισροή νέου ανθρώπινου κεφαλαίου στην κεντρική διοίκηση δίχως συνεπαγόμενο οικονομικό κόστος».
Για να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη αύξηση της κινητικότητας θα πρέπει να παρακαμφθεί το εμπόδιο της ύπαρξης πολλών διαφορετικών κλάδων σε όλο το εύρος της διοίκησης. Οι κλάδοι που προβλέπονται σήμερα στην κεντρική διοίκηση ανέρχονται σε 1.347, αριθμός που καθιστά την με ενιαίο τρόπο διοίκησή τους αδύνατη.
Πρέπει να επισημανθεί βεβαίως, ότι υπάρχουν κλάδοι οι οποίοι δεν είναι καλυμμένοι, δεν υπηρετεί σε αυτούς κανείς υπάλληλος, και επομένως δεν υφίστανται στην πράξη. Παρόλα αυτά, η ύπαρξη των πολλών κλάδων εκτιμάται ότι ακινητοποιεί τους δημοσίους υπαλλήλους στον φορέα στον οποίο εισήχθηκαν αρχικά όταν έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι.
Ετσι για παράδειγμα, απαιτείται σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του κλάδου υποδοχής για την μετάταξη ενός υπαλλήλου από έναν κλάδο σε έναν άλλο.
Προτείνεται, ως εκ τούτου, η δημιουργία διυπουργικών κλάδων, γεγονός που έχει γίνει αποδεκτό από την κυβέρνηση, στους οποίους θα εντάσσονται οι υπάλληλοι που πληρούν τις προϋποθέσεις, οι οποίοι θα μπορούν εν συνεχεία να υπηρετούν σε όποιο φορέα της διοίκησης προκύπτει ανάγκη στελέχωσης.
Η δημιουργία διυπουργικών κλάδων στους οποίους θα συγχωνευτούν οι υπάρχοντες κατακερματισμένοι και αναχρονιστικοί κλάδοι είναι το μέσο που θα οδηγήσει προς την εφαρμογή της έννοιας του κρατικού υπαλλήλου, οποίος θα μπορεί να υπηρετεί σε όποια θέση προκύπτει η οποία ταιριάζει στα προσόντα του, τις γνώσεις και τις δεξιότητές του.
Οι εξελίξεις αυτές είναι απολύτως βέβαιον ότι θα υποχρεώσουν ένα σημαντικό αριθμό υπαλλήλων «χαμηλών κυρίως προσόντων», των οποίων οι οργανικές θέσεις θα καταργηθούν στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης των υπουργείων, να πάρουν το δρόμο της απόλυσης.
Η απόλυση αυτή, βεβαίως, θα γίνει μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης στο τέλος του 2012 και στην περίπτωση κατά την οποία οι αρμοδιότητες που επιτελούν οι υπηρεσίες στις οποίες υπηρετούν δεν εκχωρηθούν τον ιδιωτικό τομέα ή στην αυτοδιοίκηση.