Καθώς ο κουρέας άρχισε να δουλεύει, άρχισε μια καλή συζήτηση.
Μίλησαν για τόσα πολλά πράγματα και πάρα πολλά θέματα…
Όταν τελικά άγγιξαν το θέμα της θρησκείας και του θεού, ο κουρέας αναφώνησε:
“Δεν πιστεύω ότι ο Θεός υπάρχει.”
“Γιατί
το λες αυτό;” ρώτησε ο πελάτης. Και ο κουρέας είπε: “Λοιπόν, απλά βγες
έξω στο δρόμο για να καταλάβεις γιατί ο Θεός δεν υπάρχει. Πες μου γιατί
αν ο Θεός υπάρχει, υπάρχουν τόσοι διεστραμμένοι;
Γιατί τόσα εγκαταλελειμμένα παιδιά;
Αν ο Θεός υπήρχε, δε θα υπήρχε ούτε δυστυχία ούτε πόνος.
Δε μπορώ να φανταστώ ένα Θεό που αγαπάει και συμπονεί να επιτρέπει όλα αυτά που γίνονται.”
Ο πελάτης το σκέφτηκε για μια στιγμή, αλλά δεν απάντησε γιατί δεν ήθελε να χαλάσει τη συζήτηση.
Ο κουρέας τελικά τελείωσε τη δουλειά του και ο πελάτης έφυγε.
Όμως
μόλις έφυγε από το κουρείο, είδε ένα άντρα στο δρόμο με μακρυά κατσαρά
βρώμικα μαλλιά και γένια. Φαινόταν πολύ βρώμικος και απεριποίητος.
Εκείνη τη στιγμή ο πελάτης γύρισε πίσω και ξαναμπήκε στο κουρείο.
Τότε είπε στον κουρέα:
“Ξέρεις τι; Οι κουρείς δεν υπάρχουν!“
“Πως μπορείς να το λες αυτό;” ρώτησε ο έκπληκτος κουρέας.
“Είμαι εδώ και είμαι κουρέας! Μόλις σε κούρεψα, τι είναι αυτά που λες;”
“Όχι!”
απάντησε ο πελάτης και εξήγησε: “Οι κουρείς δεν υπάρχουν γιατί αν
υπήρχαν, δε θα υπήρχαν αχτένιστοι άνθρωποι και με μακρυά βρώμικα μαλλιά,
όπως ο τύπος απ” έξω.“
“Μα… οι κουρείς ΌΝΤΩΣ υπάρχουν! Αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν έρχονται σε μένα.”
“Ακριβώς!”
απάντησε ο πελάτης. “Αυτό είναι το θέμα! Ο Θεός, επίσης ΥΠΑΡΧΕΙ! Και
αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν σε αυτόν και δεν αναζητούν
σε αυτόν βοήθεια. Γι” αυτό υπάρχει τόσος πόνος και δυστυχία στον
κόσμο.”