Σελίδες

Thessaloniki video tour

4/10/19

Ζακλίν ντε Ρομιγί: Αν η Ελλάδα μάς ζητούσε πίσω όλες τις λέξεις της που έχουμε δανειστεί, ο Δυτικός πολιτισμός θα κατέρρεε




Η Ζακλίν Ντε Ρομιγί, η μεγάλη Γαλλίδα ελληνίστρια, έφυγε από τη ζωή το 2010 πλήρης ημερών, αφήνοντας πίσω της ένα πλουσιότατο και σημαντικότατο έργο, και για μας τους Έλληνες ιδιαιτέρως τιμητικό.
Ήταν η πρώτη γυναίκα στην έδρα της Επιγραφικής και της Φιλολογίας και η δεύτερη γυναίκα μετά τη Γιουρσενάρ, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, θαυμάστρια της ελληνικής σκέψης.

Λάτρης της ελληνικής ιστορίας, η μεγάλη κυρία των κλασικών γραμμάτων και παθιασμένη διανοούμενη υπήρξε η πρώτη νεαρή γυναίκα που κέρδισε τον ετήσιο διαγωνισμό Concours Général της Γαλλίας, η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια του Collège de France, και η δεύτερη γυναίκα ακαδημαϊκός της Γαλλικής Ακαδημίας, μετά την Marguerite Yourcenar. Στις 5 Νοεμβρίου 2008, τιμήθηκε από τον πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, Κ. Δημήτρη Σιούφα, με το βραβείο του Ιδρύματος της Βουλής σε τελετή που έγινε στο Παρίσι. Το 1995, απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα ενώ, το 2000, ανακηρύχθηκε πρέσβειρα του ελληνισμού.
Οι εργασίες της, που καλύπτουν όλο το φάσμα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας: Όμηρο, Τραγικούς, σοφιστές, Θουκυδίδη, τον οποίο κατεξοχήν μετέφρασε, αποδεικνύουν τη σημασία που απέδιδε στα ελληνικά γράμματα. Γι’ αυτό άλλωστε το 1992 ίδρυσε την Ένωση για την Υπεράσπιση των Κλασικών Σπουδών.
Σ’ αυτήν ανήκει η φράση: «Αν η Ελλάδα μάς ζητούσε πίσω όλες τις λέξεις της που έχουμε δανειστεί, ο Δυτικός πολιτισμός θα κατέρρεε».
Στο βιβλίο της «Γιατί η Ελλάδα;», παρά το γεγονός ότι αυτά που γράφει έχουν συμβεί πριν από είκοσι πέντε αιώνες, είναι εξαιρετικά επίκαιρα και η ανάγνωσή τους θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική για τους Ευρωπαίους αλλά και για τους Έλληνες.
Το βιβλίο εξηγεί πώς η νεαρή Ζακλίν διάβασε στα σχολικά της χρόνια Θουκυδίδη και πώς η εντύπωση που της προκάλεσε ο ένας από τους δύο πατέρες της Ιστορίας (μαζί με τον Ηρόδοτο) κατεύθυνε την κλίση της στη μελέτη της κλασικής Ελλάδας, στην οποία θα αφιέρωνε τη ζωή της. Το δοκίμιο κάνει έναν απολογισμό, με τρόπο σαφή, ψυχαγωγικό και βαθύ –σπάνιος συνδυασμός για ειδικό– εκείνου του θαυμαστού 5ου αιώνα προ Κοινής Εποχής στον οποίο ιστορία, φιλοσοφία, τραγωδία, πολιτική, ρητορική, ιατρική, γλυπτική έφτασαν στο απόγειό τους στην Ελλάδα, και έθεσαν τα θεμέλια γι’ αυτό που τελικά θα ονομαζόταν δυτικός πολιτισμός.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα:
Κατ’ αρχήν κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε ότι ο άνθρωπος που εξύμνησαν οι Έλληνες ήταν ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος. Αγαπούσε τη ζωή και τις γιορτές, τα συμπόσια, τον έρωτα, τη δόξα. Μερικοί συγγραφείς μίλησαν γι’ αυτό περισσότερο από άλλους: ό­πως ο Ησίοδος, οι λυρικοί, ο Αριστοφάνης. Από τον Όμηρο όμως ως τα χορικά των τραγωδιών, αυτή η πλευρά δεν λείπει ποτέ. Πρέπει να το θυμίσουμε έντονα -διότι κατ’ αρχήν αυτό είναι η εκπληκτική γοητεία της ελληνικής λογοτεχνίας, υστέρα διότι μια τέ­τοια αγάπη για τη ζωή ανυψώνει περισσότερο το τίμημα του πάθους για να την εννοήσουμε, να την κατακτήσουμε και να υψωθούμε από τα συγκεκριμένα αυτά θέλγητρα προς μία σκέψη αρμονική προς αυτά. Η μίξη αυτών των δύο καθιστά την Ελλάδα μοναδική.
Επιπλέον, ακόμα και αν αποκαταστήσουμε αυτή τη διάσταση – που ηθελημένα αφήσαμε κατά μέρος σε μία μελέτη αφιερωμένη σε ένα μόνο θέμα – διακινδυνεύουμε πάλι να ξεχάσουμε ότι η ανάλυση που περιέχεται στα κείμενα αντιπροσωπεύει μία μόνο όψη της ελληνικής κουλτούρας και του ελληνικού πολιτισμού.
Βεβαίως, η άποψη αυτή είναι η πιο αυθεντική. Διότι κανένας άλλος πολιτισμός δεν είχε τόσο πάθος για την τέχνη του λόγου, της απόδειξης και της ανάλυσης: και αυτό, χωρίς αμφιβολία, πα­ραμένει το πιο αξιοσημείωτο γεγονός του ελληνισμού. Η επιδίωξη όμως της καθολικότητας που μαρτυρούν τα κείμενα, αν είναι τόσο χαρακτηριστική, θα πρέπει να ξαναβρεθεί επίσης στην τέχνη, στη θρησκεία, στη ζωή και στα ήθη.
Θα χρειάζονταν ακόμη πολλά βιβλία για να αποδειχθεί ότι έ­τσι είναι, αν χρησιμοποιήσουμε αναλύσεις πιο αόριστες από αυ­τές που προσφέρουν τα κείμενα: μόνο τα κείμενα μας δείχνουν αυτό που έχουν να πουν χωρίς διφορούμενα. Και όμως μπορούμε να θυμίσουμε ότι, ως προς την τέχνη και τη θρησκεία, έχουν δοθεί σύντομες ενδείξεις όταν το απαιτούσε η ανάπτυξη του θέ­ματος. Και επιβεβαιώνουν το αποτέλεσμα της έρευνας που έγινε εδώ.
Η ελληνική τέχνη είναι κατ’ αρχήν ιδιαίτερα ανθρώπινη. Αρκεί να σκεφτούμε την Αίγυπτο ή την Ινδία για να μετρήσουμε τη δια­φορά. Ακόμα και όταν παριστάνει γίγαντες και τέρατα, πλησιάζει όλο και περισσότερο την ανθρώπινη μορφή. Στις μάχες μεταξύ θεών και γιγάντων μόλις διακρίνουμε τους μεν από τους δε: όλοι μοιάζουν με ανθρώπους (όπως στο διάζωμα του θησαυρού των Σιφνίων στους Δελφούς). Και όταν ένας θεός και ένας άνθρωπος βρίσκονται ο ένας απέναντι στον άλλον, μόλις διακρίνουμε αν ο θεός είναι μεγαλύτερος από τον άνθρωπο: όπως στο διάζωμα του θησαυρού των Αθηναίων, πάντα στους Δελφούς. Η σκέψη μας πηγαίνει στις σχέσεις που έχουν οι ήρωες και οι θεοί στον Όμηρο…
Εξάλλου, η απεικόνιση ανθρώπινων μορφών, ιδιαίτερα κατά την αρχαϊκή εποχή, περιβάλλεται -όπως είδαμε- από μια γενίκευση και από μια συγκράτηση που αποκλείουν τα ατομικά χαρακτηριστικά και τα τονισμένα συναισθήματα. Αν αυτό συμβαίνει από έλλειψη πείρας ή από συνειδητή επιθυμία, δεν έχει σημασία: τα αγάλματα που μας υποδέχονται στα μουσεία έχουν την αγέ­ρωχη περίσκεψη του εξωπραγματικού και μας συγκινούν πολύ περισσότερο.
Τέλος, ο ελληνικός ναός είναι από μόνος του ένα μνημείο με α­πέριττες γραμμές, στο οποίο η γλυπτική κατέχει μια πολύ οριοθετημένη θέση. Βρίσκεται στα μέτρα του ανθρώπου. Δεν έχει ούτε την έπαρση των πυραμίδων ούτε την πληθώρα των γλυπτών του Ανγκόρ*. Είναι ίσως η ιδέα, παραπλανητική από πρώτη άποψη, που εκφράζει ο Περικλής στο Θουκυδίδη όταν δηλώνει: «Φιλοκαλούμεν γαρ μετ’ ευτελείας».
Έτσι, η ίδια επιδίωξη προς το γενικό, το ανθρώπινο, το καθολικό εκφράζεται και στην τέχνη όπως και στη λογοτεχνία.
Όσο για τη θρησκεία, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε άλλη πιο κοντά στον άνθρωπο. Ο ανθρωπομορφισμός είναι ο κανόνας. Και εάν στις απαρχές υπήρξαν ζώα που ταυτίστηκαν με τους θεούς, από το έπος του Ομήρου έγιναν απλά ευνοούμενα αυτών των θεών. Επιπλέον, οι θεοί είναι ποικίλοι και, εξαιτίας των συνεχών συγκρούσεων μεταξύ τους, ο άνθρωπος καταφεύγει στον ένα ή στον άλλον.
Σίγουρα, οι θεοί μπορούν να χτυπούν, και ιδίως ο Δίας, ο βασιλιάς τους. Αλλά οι άνθρωποι, παρ’ ότι το ξέ­ρουν, δεν ζουν μέσα στον τρόμο ούτε στην υποταγή. Οι ποιητές κοροϊδεύουν τους θεούς όταν βρουν την ευκαιρία: εν τούτοις δεν καταποντίζονται στις καταστροφές. Οι άνθρωποι φοβούνται λι­γότερο τους θεούς όσο πιο ελεύθερα επικοινωνούν μαζί τους, ε­φόσον δεν έχουν ούτε δόγμα ούτε κλήρο.
Και επιπλέον υπάρχουν οι ενδιάμεσοι και οι δυνατότητες επικοινωνίας -με τους ήρωες, που είναι σχεδόν ημίθεοι, και με τους χρησμούς από τους οποίους μπορούν να ζητήσουν συμβουλή. Αν προσθέσουμε ότι οι θεοί είναι πρόγονοι πολλών οικογενειών και οι προστάτες της μιας ή της άλ­λης πόλης, εκτιμούμε πόσο μειώνεται η απόσταση ανάμεσα στο θείο και στο ανθρώπινο. Το είδαμε όταν μιλήσαμε για τον Όμη­ρο. Αργότερα, οι δοξασίες επέτρεψαν πολύ πιο προσωπικές σχέ­σεις με τη θεότητα. Αυτό παρέμεινε αληθινό ως το τέλος του ελ­ληνισμού και διευκόλυνε, μερικές φορές, τις μεταλλαγές με το χρι­στιανισμό.
Επίσης, αυτοί οι πολλαπλοί θεοί, με τις αρκετά ελαστικές δι­καιοδοσίες, μπερδεύτηκαν στην Ελλάδα με πολλές προσφιλείς δραστηριότητες. Έτσι έγιναν και αυτοί ένα είδος συμβόλων με κα­θολική αξία. Για έναν Έλληνα της κλασικής εποχής, η Αφροδίτη εί­ναι η εικόνα του έρωτα, η Άρτεμις εικόνα της αγνότητας, ο Άρης του πολέμου. Έτσι ξαναβρίσκουμε, όπως αλλού, τη γλώσσα των συμβόλων, κατά την οποία κάθε οντότητα που ανήκει στο μύθο περιέχει μια σημασία πολύ γενική για τον άνθρωπο.
Αυτό ήταν, χωρίς αμφιβολία, ένας από τους λόγους που εξελί­χθηκαν τόσο άνετα οι ανταλλαγές και οι αφομοιώσεις με τις άλλες θρησκείες. Οπωσδήποτε η ελληνική θρησκεία δεν ήταν εθνική. Οι θεοί μπορούσαν να έχουν προνομιακούς δεσμούς με μία πόλη (ό­πως η Αθηνά με την Αθήνα): αυτό δεν τους εμπόδιζε να αναγνω­ρίζονται και να τιμώνται και αλλού -ενδεχομένως και στους βαρ­βάρους. Όταν είχαν άλλα ονόματα, οι Έλληνες έκριναν ότι υπήρ­χε κάποια παραλλαγή και η απόδειξη βρίσκεται στον Ηρόδοτο.
Ήταν, γενικά, μία θρησκεία που αποδεχόταν και συγχρόνως γινό­ταν εύκολα αποδεκτή. Ξέρουμε πως ο απόστολος Παύλος βασί­στηκε, όταν βρέθηκε στην Αθήνα, στην ύπαρξη της λατρείας «τω Αγνώστω θεώ». Αλλά, χωρίς να φτάσει ως το Χριστιανισμό, ο Glen Bowersock επέμεινε πρόσφατα στο ρόλο που είχε η ελληνική θρησκεία στην ενοποίηση του όψιμου παγανισμού.
Αυτή η κουλ­τούρα, γράφει, «πρόσφερε στη γλώσσα το μύθο και την εικόνα, το μέσον να εκφραστούν οι τοπικές παραδόσεις με τρόπο εύληπτο και πιο καθολικά κατανοητό». Όπως πάντοτε, η άνοδος προς το καθολικό, στο διανοητικό πεδίο, διευκολύνει, πράγματι, το άνοιγ­μα προς το καθολικό, στο επίπεδο των ανθρωπίνων σχέσεων.
Αλλά οι ίδιες αυτές λέξεις τραβούν την προσοχή σε ένα τρίτο κενό, σοβαρότερο, στην ανάπτυξη που παρουσιάζουμε σε τούτο το βιβλίο. Και όμως είχαμε απομακρυθεί για καλά από τις ανθρώ­πινες σχέσεις! Από τις πρώτες σελίδες, με τον Όμηρο, είχαμε επι­σημάνει μία απίθανη διάθεση στην αποδοχή των άλλων -μια έλ­λειψη εθνοκεντρισμού, μια κατανόηση, μια εξαιρετική φιλοφροσύνη όχι μόνο κατά την αρχαϊκή εποχή αλλά σε όλες τις εποχές. Εί­δαμε στη συνέχεια ν’ ανατέλλει με τον Ηρόδοτο μια σπάνια ανε­κτικότητα.
Και στις δύο περιπτώσεις υπήρξε ερώτημα επειδή οι συγγραφείς μιλούσαν γι’ αυτό και μάλιστα με επιμονή. Αλλά, στο σύνολο, η έκταση της πνευματικής προσπάθειας που επιτελέ­σθηκε σε έναν αιώνα, έσβησε λίγο πολύ για μας τις ανθρώπινες α­ξίες. Και πώς να μιλήσουμε για έναν πολιτισμό χωρίς ν’ αναφέρουμε εκείνο που πρόσφερε σε αυτόν τον τομέα;
Καθένας γνωρίζει ότι η Ελλάδα πρόσφερε στον κόσμο την τέ­λεια και ιδανική έκφραση της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Και δεν είναι λίγο! Αυτές οι δύο μεγάλες ιδέες προσήλκυσαν και άλλες κατά τη ροή τους. Προκάλεσαν σίγουρα το σεβασμό στους νό­μους (που συναντήσαμε μιλώντας για τη δημοκρατία), καθώς και τη φιλοπατρία και την έννοια της γενναιότητας.
Αλλά προκάλε­σαν επίσης την επιθυμία να υποστηρίξουν τους καταπιεζόμενους, να απελευθερώσουν τα θύματα, ακόμα και να ριψοκινδυνεύσουν για την υπεράσπισή τους: είναι ένας από τους τίτλους τιμής που η Αθήνα δεν έπαψε ποτέ να διεκδικεί. Οι δύο αυτές ιδέ­ες συνυφασμένες αποδείχθηκαν ζωογόνες και ευρύτατες.
Ήταν ήδη άνοιγμα προς τους άλλους.
Το λαμπρό όμως αυτό ξεκίνημα δεν πρέπει να μας κάνει να ξε­χνάμε εκείνο που, πέρα από το νόμο και τους κανόνες του, προ­χωρούσε προς την ίδια κατεύθυνση πιο διακριτικά.
Ο νόμος, γιατί; Τον συναντήσαμε εδώ στο πολιτικό πλαίσιο της δημοκρατίας: είναι καιρός ν’ ανατρέξουμε λίγο πιο πίσω. Με τους Έλληνες πρέπει πάντα να γίνει αυτή η κίνηση. Τότε εκτιμάμε ότι ο νόμος εσήμαινε γι’ αυτούς, πριν απ’ όλα, το αντίθετο της βίας. Οι Έλληνες δεν έπαψαν να ορθώνονται εναντίον της βίας. Εμίσησαν τον πόλεμο, την αυθαιρεσία, την αταξία.
Για τον πόλεμο αυτό είναι γνωστό. Ήδη στον Όμηρο, ο πόλε­μος είναι χώρος του ηρωισμού, αλλά επίσης της οδύνης και του θανάτου. Ο Άρης, ο θεός του πολέμου, προκαλεί φρίκη ακόμα και στο Δία: «Είναι για μένα ο πιο μισητός από όλους τους θεούς, που μένουν στον Όλυμπο, γιατί πάντα του αρέσουν τα μαλώματα και οι πόλεμοι και οι μάχες».
Η καταδίκη του πολέμου διαπερνά πράγματι όλα τα ελληνικά κείμενα. Υπάρχει στον Ηρόδοτο, στον οποίον εμπνέει τη διάσημη φράση: «Διότι κανένας δεν είναι τόσον ανόητος, ώστε να προτι­μά τον πόλεμον από την ειρήνην, αφού κατ’ αυτήν μεν τα παιδιά θάπτουν τον πατέρα, ενώ κατά τον πόλεμον οι πατέρες τα παι­διά». Υπάρχει στον Αισχύλο, στα μεγάλα χορικά της οδύνης και στην εικόνα τη σχετική με τον πόλεμο της Τροίας: «Κι ο Άρης σω­μάτων αργυραμοιβός και ζυγιαστής των κονταριών στη μάχη, στέλνει από την Τροία στους δικούς βαρεία και πικροθρήνητη α­πό την πυρά μονάχη αντίς τον άντρα – βολικά γεμίζοντας ένα λεβέτι με μια φούχτα στάχτη».
Βρίσκεται ιδιαίτερα στον Ευριπί­δη με τους φοβερούς μονόλογους των Ικέτιδων όπου ο κήρυκας λέει ότι οι άνθρωποι μέσα στην τρέλα τους «κυνηγάμε πολέμους και σκλαβώνουμε όποιους βρούμε πιο αδύνατους, άντρας τον ά­ντρα, η πόλη την άλλη πόλη». Υπάρχει επίσης στον Αριστο­φάνη. Υπάρχ&epsil
Πηγή: www.newsone.gr