Σελίδες

Thessaloniki video tour

18/7/18

«Μπεν Χουρ», το έπος με τους 8.000 κομπάρσους που τα σάρωσε όλα




Το χιλιοπαιγμένο έπος και σταθερή πασχαλιάτικη επιλογή για τις τηλεοράσεις του πλανήτη είναι μια από αυτές τις ταινίες που παραμένουν κλασικές για όλους τους σωστούς και τους λάθος λόγους...


Στον θρόνο σήμερα των ανυπέρβλητων κινηματογραφικών επών, ο γηραλέος αυτός ρέκορντμαν των Όσκαρ σάρωσε τα πάντα στην εποχή του, όντας τρομερή εμπορική επιτυχία αλλά και καλλιτεχνικός θρίαμβος, δείχνοντας στην πράξη πόσο συλλογική τέχνη είναι το σινεμά και πόσο αρμονικά πρέπει να δουλέψουν όλοι για να γίνει μια ταινία. Μια αριστουργηματική ταινία, καμιά αμφιβολία.

Καθώς αυτό το «όλοι» εδώ ήταν ουσιαστικά μερικές χιλιάδες νοματαίοι, αλλά και εξίσου χιλιάδες άλογα και κοστούμια και σκηνικά και αντικείμενα! Ένα από αυτά τα δυσανάλογα μεγάλα προβλήματα που αγαπούσε το Χόλιγουντ να βάζει στον εαυτό του και να αφήνει την οικουμένη με το στόμα ανοιχτό για το τι μπορούσε να κάνει η έβδομη τέχνη.

Σήμερα οι φορείς του κινηματογράφου και οι ενώσεις των κριτικών δεν μπορούν παρά να αφήνουν τον «Μπεν Χουρ» (1959) στην ουράνια αταραξία του, ως ένα φιλμ που ανήκει αναγκαστικά σε μια άλλη κινηματογραφική εποχή, κι όμως έχει ακόμα τη δύναμη να συγκινεί και να διασκεδάζει τα κοινά του. Φιλοξενεί εξάλλου εντός του μια από τις πλέον εμβληματικές σκηνές δράσης όλων των εποχών, τη συγκλονιστική αυτή αρματοδρομία που τόσο αγαπούν οι ανθολογίες του σινεμά και τα κινηματογραφικά εγχειρίδια.

Κι αν στην εποχή του οι κριτικές ήταν το λιγότερο ανάμεικτες και τα αισθήματα της υποδοχής του αμφιθυμικά, σήμερα κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τον μεγαλεπήβολο «Μπεν Χουρ» σε όρους επικών σκοπών και μεγάλου θεάματος, παραμένοντας ένα από τα πιο λαμπρά παραδείγματα της καθαρής διασκέδασης που παρείχε άλλοτε η μεγάλη οθόνη.

«Το μεγαλύτερο και καλύτερο από τα υπερθεάματα του Χόλιγουντ», όπως μονολογεί ακόμα το περιοδικό «Time», δεν ήταν στα χρόνια της παραγωγής του παρά ένα πολυδάπανο στοίχημα της MGM για μια αρματοδρομία με μερικά έξτρα. Ένα στοίχημα που θα κατέληγε στη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της έβδομης τέχνης, δείχνοντας τι μπορεί να κάνει η βιομηχανία του θεάματος αν το θελήσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι.

Ακόμα και το βαρύ εισπρακτικά πυροβολικό του Χόλιγουντ, το «Όσα παίρνει ο άνεμος» (1939), θα παραμέριζε ιπποτικά ανοίγοντας χώρο για τον «Μπεν Χουρ» που έκοβε εισιτήρια πιο γρήγορα απ’ όσο μπορούσαν να μετρήσουν οι ταμίες της MGM. Όλα θα ξεκινούσαν στις 18 Νοεμβρίου 1959, όταν το στούντιο θα έδινε το πράσινο φως για να βγει στις αίθουσες το 217 λεπτών έπος με τον Τσάρλτον Ίστον (τον Μωυσή των «Δέκα Εντολών») και τον «άνευ προηγουμένου» προϋπολογισμό των 15 εκατ. δολαρίων (15,175 εκατ. για να είμαστε ακριβείς), ένα ποσό που δεν είχε διανοηθεί να δαπανήσει ποτέ και κανείς για ταινία.

Μόνο που αυτό που έφτιαξε τελικά η MGM, που μόλις και μετά βίας γλίτωσε το λουκέτο από την παραγωγή του, ήταν ένας θρίαμβος της κινηματογραφικής τέχνης, ένα έπος που σφράγισε μια εποχή αλλά και ένα είδος, αφήνοντας τα Όσκαρ να το κοιτούν αποσβολωμένα και να του χαρίζουν 11 χρυσά αγαλματίδια στην 32η τελετή τους, μεταξύ αυτών Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Α’ Ανδρικού κ.ά.

Και πράγματι αυτό είναι το «Μπεν Χουρ» του μεγάλου Γουίλιαμ Γουάιλερ, μια εκπληκτική σε όλες τις πτυχές της ταινία, ένα ανυπέρβλητο σε διαστάσεις και σημαντικότητα φιλμ, κάτι ολότελα διαφορετικό απ’ ό,τι σκάρωνε η αμερικανική κινηματογραφία της εποχής. Πιο φαντασμαγορικό απ’ όλα τα έπη, δεν έμεινε ωστόσο στη σαγήνη των χιλιάδων κομπάρσων του και των περίτεχνων κοστουμιών, καθώς ήθελε να μιλήσει και για μια σειρά από εξίσου μεγάλα πράγματα, παραδίδοντάς μας ένα σεμινάριο δραματουργίας και δραματικής κλιμάκωσης, αλλά και μια ανατομία της πλούσιας και περίπλοκης ανθρώπινης φύσης.

Μια μεγάλη περιπέτεια δηλαδή γεμάτη ενθουσιασμό, οπτική αρτιότητα και σκηνές που κόβουν την ανάσα, αλλά και ένα εξαίσιο δείγμα της καθαρής κινηματογραφικής καλλιτεχνίας. Τόσο μεγάλη που όλοι γνωρίζουν σήμερα τις περιπέτειες του αντάρτη αυτού Ισραηλίτη που τα βάζει με την παντοδύναμη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα χρόνια του Ιησού Χριστού, μιας και είναι από αυτά τα έργα που κόσμησαν και εμπλούτισαν την έβδομη τέχνη όσο λίγοι μπορούν να περηφανεύονται ιστορικά.

Γιατί το «Μπεν Χουρ» δεν έμεινε στην επιφάνεια της φανταστικής ιστορίας του, αλλά πήγε ως το μεδούλι των χαρακτήρων, θέλοντας να καταβυθιστεί στην εποχή που αφηγείται για να μεταφέρει νόημα και εικόνες, όντας μάθημα εθνογραφικού σινεμά και κοινωνικού ντοκιμαντέρ. Και παρά τις ρυτίδες του, συνεχίζει να μιλά για τη δύναμη της αγάπης και τους δεσμούς της οικογένειας με τρόπο καθαρό και ξάστερο, χωρίς η φαντασμαγορία των εικόνων να αποπροσανατολίζει τη σεναριακή του ρώμη.

Βασισμένος στο 550 σελίδων και ομότιτλο μυθιστόρημα του Lew Wallace (1880), ο ιουδαίος αυτός πρίγκηπας έφερε ακόμα και 8.000 κομπάρσους να εμφανιστούν μαζί μπροστά στην κάμερα, πλάι σε όλα τα άλλα επικά της παραγωγής του. Όπως τα μερικές χιλιάδες άλογα και καμήλες, τα 50 πλοία που φτιάχτηκαν ειδικά για τη ναυμαχία, τα 18 άρματα αλλά και τα 300 διαφορετικά σκηνικά για τη δόξα της Ρώμης και το μεγαλείο της Ιερουσαλήμ.

Και ένα κομμάτι της διαχρονικής σαγήνης της ταινίας εδράζεται αναγκαστικά στα τιτάνια νούμερα και το αβυσσαλέο εύρος τόσο της φυσικής διεύθυνσης όσο και της τεχνικής παραγωγής όλων αυτών. Οχτώ ολόκληροι μήνες (18 Μαρτίου 1958-7 Ιανουαρίου 1959) χρειάστηκαν για να δέσουν όλα τα συστατικά, σε εξαντλητικά γυρίσματα 12 και 14 ωρών τη μέρα, έξι μέρες τη βδομάδα. Ο ρυθμός των γυρισμάτων ήταν μάλιστα τόσο εξουθενωτικός που ένας γιατρός ήταν πάντα παρόντας στα γυρίσματα, κάνοντας ενέσεις βιταμίνης σε όποιον τις χρειάζονταν (και ο Γουάιλερ θα υποπτευόταν αργότερα ότι περιείχαν αμφεταμίνες!).

Παρά το γεγονός ωστόσο ότι θεωρούμε δικαίως πως το «Μπεν Χουρ» είναι γεμάτο μάχες, ναυμαχίες και αρματοδρομίες, μόλις τα 45 από τα 217 λεπτά του είναι αφιερωμένα στο καθαρό θέαμα, καθώς ο μαέστρος Γουάιλερ δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να αφήσει τη φαντασμαγορία να καπηλευτεί το δράμα και τα πάθη της ανθρωποκεντρικής του ιστορίας. Αυτό είναι το αριστουργηματικό στοιχείο του φιλμ, πως το θέαμα ξεπηδά φυσικά από την ιστορία, όντας αναπόσπαστο κομμάτι της εποχής και του τόπου όπου εκτυλίσσεται η πλοκή.

Αυτό που βλέπουμε περισσότερο από καθετί άλλο είναι τα κοντινά στα πρόσωπα των ηρώων, κοντινά που μεταδίδουν τη συναισθηματική φόρτιση και την ψυχολογική κατάστασή τους, καθώς όλα περικλείονται μέσα στη μεγαλύτερη εικόνα της γέννησης, της δράσης και των θείων παθών του Ιησού Χριστού.

Τα οποία μεταφέρει μέσα στην προσωπική του ιστορία ο Ιούδας Μπεν Χουρ, αυτός ο πρίγκιπας της Ιουδαίας που βλέπει τον λαό του να στενάζει από τη ρωμαϊκή τυραννία και να πέφτει και ο ίδιος θύμα των δεσποτικών του χρόνων. Την ίδια ώρα, η ταινία μιλά και για τη γέννηση της χριστιανοσύνης μέσα στις μάχες των παγανιστών Ρωμαίων και των μονοθεϊστών Ιουδαίων, όντας η πιο ποιητική και συμβολική διάσταση του πολυεπίπεδου έπους που δεν χάνεται κατά κανέναν τρόπο μέσα στις προσωπικές και συλλογικές περιπέτειες.

Και σε κάτι που ανήκει σήμερα στα χρονοντούλαπα της κινηματογραφικής τεχνολογίας, το «Μπεν Χουρ» φτιάχτηκε με ό,τι καλύτερο είχε να δώσει στον καιρό του η Technicolor, η Camera 65 και η Panavision, όντας ταυτοχρόνως και ένας τεχνικός θρίαμβος. Αν κάθε κάδρο θυμίζει αναγεννησιακό πίνακα, αυτή η αψεγάδιαστη φωτογραφία και η τέλεια ψευδαίσθηση της αληθοφάνειας βασίζονταν κατά πολύ στα μέσα που μόνο το Χόλιγουντ κατείχε.

Και παρά τους μεγάλους συντελεστές σε κάθε κατηγορία, θα ήταν κρίμα να μην αναγνωρίσει κανείς τη σκηνοθετική διάνοια του Γουίλιαμ Γουάιλερ που απογείωσε το βιβλικό αυτό αφιέρωμα στην ανθρώπινη θέληση. Ήταν οι δικές του κινήσεις της μηχανής που διδάσκονται ακόμα σε σχολές σκηνοθεσίας για την ψυχολογική χρήση της κάμερας.

Γιατί να το δεις: Γιατί είναι το καλύτερο κινηματογραφικό έπος και θα σε κρατήσει εγγυημένα καθηλωμένο στη θέση σου για 3 ώρες και 37 λεπτά. Από τις επικές μάχες μέχρι και τους αψεγάδιαστους διαλόγους, από την αριστουργηματική δράση μέχρι και τους υπαινικτικούς συμβολισμούς, το «Μπεν Χουρ» προκαλεί ακόμα γνήσιες συναισθηματικές αντιδράσεις χωρίς να θυσιάζει τίποτα από το λεγόμενο «μεγάλο σινεμά».

Ένα μεγάλο σινεμά που ξεδιπλώνεται μαεστρικά, αλλά κατά κανέναν τρόπο δεν περιορίζεται, σε αυτή την αξεπέραστη αρματοδρομία των 40 λεπτών που θα κρατήσει τις τρίχες της κεφαλής σου όρθιες όσες φορές κι αν τη δεις.



«Μπεν Χουρ»
Παραγωγή: Αμερική

Σκηνοθεσία: Γουίλιαμ Γουάιλερ

Πρωταγωνιστούν: Τσάρλτον Ί