Σελίδες

Thessaloniki video tour

24/7/17

Erich Fromm – Η ευχαρίστηση σαν κριτήριο αξίας




Η ευδαιμονία (ευτυχία) δεν είναι η ανταμοιβή της αρετής, άλλα η ίδια η αρετή. Δεν απολαμβάνουμε την ευδαιμονία επειδή ...
χαλιναγωγούμε τις επιθυμίες μας. Απεναντίας, ακριβώς επειδή απολαμβάνουμε την ευδαιμονία είμαστε ικανοί να τις χαλιναγωγήσουμε. Σπινόζα, «Ηθική»

Α. Η ευχαρίστηση σαν κριτήριο αξίας

Η αυταρχική ηθική έχει το πλεονέκτημα της απλότητας. Κριτήρια της για το καλό (αγαθό) η το κακό είναι οι εντολές της εξουσίας, και η υπακοή σ’ αυτές αποτελεί αρετή για τον άνθρωπο. Η ουμανιστική ηθική έχει να αντιμετωπίσει τη δυσκολία σχετικά με την οποία αναφέρθηκα στα προηγούμενα: ότι δηλαδή, κάνοντας τον άνθρωπο μοναδικό κριτή των άξιων, θα φαίνεται ότι η ευχαρίστηση η ο πόνος θα γίνονται ο ρυθμιστής τού καλού και τού κακού. ’Αν αυτή ήταν πραγματικά η μόνη λύση, τότε η ουμανιστική αρχή δε θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση των ηθικών κανόνων. Γιατί διαπιστώνουμε ότι μερικοί βρίσκουν ευχαρίστηση στο να μεθούν, στο να συγκεντρώνουν πλούτη, στο να πληγώνουν τούς άλλους, ενώ άλλοι πάλι βρίσκουν ευχαρίστηση στο να αγαπούν, στο να μοιράζονται τα υπάρχοντά τους με φίλους, στη σκέψη, στη ζωγραφική. Πώς μπορεί η ζωή μας να κατευθύνεται από ένα κίνητρο πού υποκινεί και το ζώο και τον άνθρωπο, και τον καλό και τον κακό, και τον ομαλό και τον άρρωστο; Κι αν ακόμη προσδιορίσουμε την αρχή της ευχαρίστησης προσδιορίζοντάς την στις ευχαριστήσεις (απολαύσεις) εκείνες πού δεν προσβάλλουν τα νόμιμα συμφέροντα των άλλων, πολύ λίγο θα μπορεί να χρησιμεύσει σαν καθοδηγητική αρχή στις πράξεις μας.

Η εκλογή όμως αυτή ανάμεσα στην υποταγή στην εξουσία και στην ανταπόκριση στην ευχαρίστηση σαν καθοδηγητικές αρχές είναι απατηλή. Θα προσπαθήσω να δείξω ότι μια εμπειρική ανάλυση της φύσης, της ευχαρίστησης, ικανοποίησης, ευδαιμονίας και χαράς, αποκαλύπτει ότι υπάρχουν πολυποίκιλα και κατά ένα μέρος αντιφατικά φαινόμενα. Η ανάλυση αυτή τονίζει το γεγονός ότι, η ευδαιμονία και η χαρά, μολονότι κατά μια έννοια πρόκειται για υποκειμενικά βιώματα, είναι το αποτέλεσμα αλληλεπιδράσεων αντικειμενικών συνθηκών και δε θα πρέπει να συγχέονται με το απλό υποκειμενικό βίωμα της ευχαρίστησης. Οι αντικειμενικές αυτές συνθήκες είναι δυνατό να συνοψιστούν γενικά σαν παραγωγικότητα.

Η σημασία της ποιοτικής ανάλυσης της ευχαρίστησης έχει αναγνωριστεί από τις πρώτες καταβολές της ουμανιστικής ηθικής σκέψης. Ωστόσο, η λύση τού προβλήματος δεν μπορούσε να γίνει ικανοποιητική, όσο έλειπε η βαθιά γνώση της ασυνείδητης δυναμικής τού βιώματος της ευχαρίστησης. Η ψυχαναλυτική έρευνα προσφέρει νέα στοιχεία και προτείνει νέες απαντήσεις στο πανάρχαιο πρόβλημα της ουμανιστικής ηθικής. Για την καλύτερη κατανόηση των ευρημάτων αυτών και για την καλύτερη εφαρμογή τους στη θεωρία της ηθικής, φαίνεται ότι δε θα ήταν άσκοπη μια σύντομη επισκόπηση των πιο αξιόλογων ηθικών θεωριών για την ευχαρίστηση και την ευδαιμονία (ευτυχία)·


Αρίστιππος και οι σύντροφοί του – Antonio Zucchi – 1768

Ο ηδονισμός υποστηρίζει ότι η ευχαρίστηση (απόλαυση, ηδονή) αποτελεί την καθοδηγητική αρχή της ανθρώπινης δραστηριότητας, και οντολογικά και δεοντολογικά. Ο Αρίστιππος, πρώτος εκπρόσωπος της ηδονιστικής θεωρίας, πίστευε ότι η εξασφάλιση της απόλαυσης και η αποφυγή του πόνου, αποτελεί το σκοπό της ζωής και το κριτήριο της αρετής. Η απόλαυση για τον Αρίστιππο είναι η απόλαυση της στιγμής.

Αυτή η ριζοσπαστική —και συνάμα αφελής— ηδονιστική άποψη είχε το καλό ότι τόνιζε απεριόριστα τη σπουδαιότητα του ατόμου, καθώς και μια συγκεκριμένη έννοια της απόλαυσης, κάνοντας την ευδαιμονία να ταυτίζεται με την άμεση εμπειρία. Βάραινε όμως πάνω της η ολοφάνερη δυσκολία πού αναφέραμε πιο πάνω, και πού οι ηδονιστές δεν ήταν σε θέση να λύσουν ικανοποιητικά: η δυσκολία του ολοκληρωτικά υποκειμενικού χαρακτήρα της αρχής τους.

Η πρώτη προσπάθεια αναθεώρησης της θέσης των ηδονιστών, με την εισαγωγή αντικειμενικών κριτηρίων σχετικά με τις έννοιες της απόλαυσης, οφείλονται στον Επίκουρο, πού, αν και υποστηρίζει ότι η απόλαυση αποτελεί το σκοπό της ζωής, δηλώνει ότι «ενώ κάθε απόλαυση αυτή καθαυτή είναι καλή, δε θα πρέπει να διαλέγονται όλες Οι απολαύσεις», γιατί μερικές απολαύσεις γίνονται αργότερα πρόξενοι ενοχλήσεων πού είναι πολύ σοβαρότερες από τις ίδιες τις απολαύσεις. Σύμφωνα με τον ’Επίκουρο, μόνο η σωστή απόλαυση πρέπει να συντελεί στη συνετή, καλή και σωστή διαβίωση. Η «αληθινή» απόλαυση συνίσταται στη διαύγεια του πνεύματος και την απουσία του φόβου, και την αποκτά μόνο ο άνθρωπος πού έχει σύνεση και προβλέπει, κι έτσι είναι πρόθυμος να απορρίψει την άμεση χαρά, χάρη μιας μόνιμης και ήρεμης ευχαρίστησης.

Ο Επίκουρος προσπαθεί να αποδείξει ότι η αντίληψη του, σχετικά με την απόλαυση σα σκοπό της ζωής, δεν έρχεται σε διάσταση με τις αρετές της ιδιοσυγκρασίας, του θάρρους, της δικαιοσύνης και της φιλίας. Χρησιμοποιώντας όμως «το αίσθημα σαν κανόνα με τον όποιο κρίνουμε καθετί το καλό», δεν ξεπέρασε τη βασική θεωρητική δυσκολία: δηλαδή του συνδυασμού της υποκειμενικής εμπειρίας της απόλαυσης, με το αντικειμενικό κριτήριο της «σωστής» και της «μη σωστής» απόλαυσης. Η προσπάθειά του να εναρμονίσει μεταξύ τους τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά κριτήρια, δεν προχώρησε παραπέρα από τη διαβεβαίωση, πώς η αρμονία υπήρχε.

Οι μη ηδονιστές ουμανιστές φιλόσοφοι καταπιάστηκαν με το ίδιο πρόβλημα, προσπαθώντας να μην παραμερίσουν τα κριτήρια της αληθείας και της καθολικότητας, αλλά και να μη χάσουν από τα μάτια τους την ευτυχία (ευδαιμονία) τού ατόμου σαν τον τελικό σκοπό της ζωής.


Ο πρώτος πού εφάρμοσε το κριτήριο της αληθείας και τού ψέματος στις επιθυμίες και απολαύσεις ήταν ο Πλάτων. Η απόλαυση, όπως και η σκέψη, μπορεί να είναι αληθινή ή ψεύτικη. ‘Ο Πλάτων δεν αρνείται την πραγματικότητα της υποκειμενικής αίσθησης της απόλαυσης, τονίζει όμως ότι η αίσθηση της απόλαυσης μπορεί να «σφάλει» και πώς η απόλαυση μπορεί να ασκεί γνωστική λειτουργία, όπως και η σκέψη. Ο Πλάτων υποστηρίζει την άποψη αυτή με τη θεωρία ότι η απόλαυση πηγάζει όχι μόνο από ένα απομονωμένο, αισθησιακό μέρος ενός ατόμου, αλλά από το σύνολο της προσωπικότητας. ’Απ’ αυτό καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι καλοί άνθρωποι νιώθουν αληθινές απολαύσεις και ο ί κακοί άνθρωποι ψεύτικες απολαύσεις.

Ο Αριστοτέλης, όπως και ο Πλάτων, υποστηρίζει ότι το υποκειμενικό βίωμα της απόλαυσης δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο για την καλοσύνη της δραστηριότητας και, κατά συνέπεια, της αξίας της. ’Αναφέρει ότι «αν τα πράγματα είναι ευχάριστα σε ανθρώπους με κακοήθη συγκρότηση, δεν πρέπει να υποθέσουμε πώς είναι ευχάριστα και σε άλλους έκτος απ’ αυτούς, ακριβώς όπως δεν μπορούμε να σκεφτούμε το ίδιο για πράγματα πού είναι ωφέλιμα η γλυκά η πικρά για ασθενείς η να πούμε πώς είναι λευκά τα αντικείμενα πού φαίνονται λευκά σε όσους υποφέρουν από μια αρρώστια των ματιών». Οι επαίσχυντες απολαύσεις, δεν είναι πραγματικές απολαύσεις, παρά μόνο για ένα διεστραμμένο γούστο», ενώ Οι απολαύσεις πού αξίζουν αντικειμενικά να λέγονται απολαύσεις, «συνοδεύουν τις δραστηριότητες εκείνες πού ταιριάζουν στον άνθρωπο».

Για τον Αριστοτέλη υπάρχουν δυο νομότυπα είδη απολαύσεων: Οι απολαύσεις πού συνδέονται με το προτσές της εκπλήρωσης αναγκών και της πραγματοποίησης των δυνάμεών μας και εκείνες πού συνδέονται με την άσκηση των επίκτητων δυνάμεών μας. Το δεύτερο είδος είναι το ανώτερο είδος απολαύσεων. Η απόλαυση είναι μια δραστηριότητα (ενέργεια) της φυσικής κατάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης. Η πιο ικανοποιητική και ολοκληρωμένη απόλαυση είναι μια ποιότητα πού εκδηλώνεται με την ενεργητική χρήση των επίκτητων η πραγματοποιούμενων δυνάμεων. Εξυπονοεί τη χαρά και τον αυθορμητισμό, η την απρόσκοπτη δραστηριότητα, όπου «απρόσκοπτη» σημαίνει «χωρίς εμπόδια» η «μη απωθημένη». Έτσι, η απόλαυση τελειοποιεί τη δραστηριότητα, άρα τελειοποιεί τη ζωή. Απόλαυση και ζωή δημιουργούν μια ενότητα και δεν επιτρέπουν το διαχωρισμό τους. Η μεγαλύτερη και πιο μόνιμη ευτυχία (ευδαιμονία) προκύπτει από την ανώτερη ανθρώπινη δραστηριότητα, πού προσεγγίζει το τέλειο, τη δραστηριότητα δηλαδή τού λογικού, και εφόσον ο άνθρωπος έχει μέσα του ένα στοιχείο τελειότητας, θα επιδιώξει την απόκτηση μιας τέτοιας απόλαυσης. Έτσι ο Αριστοτέλης καταλήγει σε μια έννοια της αληθινής απόλαυσης πού ταυτίζεται με το υποκειμενικό βίωμα της απόλαυσης τού υγιούς και ώριμου ατόμου.

Η θεωρία τού Σπινόζα για την απόλαυση είναι παρεμφερής, σε ορισμένες απόψεις, με την αντίστοιχη τού Πλάτωνα και τού Αριστοτέλη. Προχωρεί όμως πιο πέρα. Πιστεύει κι αυτός πώς η χαρά είναι αποτέλεσμα της σωστής η ενάρετης βίωσης και όχι ένδειξη αμαρτωλής ζωής, όπως υποστηρίζουν Οι σχολές πού τάσσονται κατά της απόλαυσης. Πλούτισε τη θεωρία, προσθέτοντας έναν πιο εμπειρικό και εξειδικευμένο ορισμό της χαράς, πού βασιζόταν πάνω στο σύνολο της ανθρωπολογικής του αντίληψης. Η έννοια τού Σπινόζα για τη χαρά σχετίζεται με την έννοια για τη δύναμη. «Η χαρά είναι η μετάβαση τού ανθρώπου από μια μικρότερη σε μια μεγαλύτερη τελείωση. Η λύπη είναι η μετάβαση τού ανθρώπου από μια μεγαλύτερη σε μια μικρότερη τελείωση». Μεγαλύτερη η μικρότερη τελείωση, σημαίνει το ίδιο όπως μεγαλύτερη η μικρότερη δύναμη πραγματοποίησης των δυνατοτήτων τού ατόμου κι έτσι, πιο στενής προσέγγισης προς το «πρότυπο της ανθρώπινης φύσης». Η απόλαυση δεν είναι σκοπός της ζωής, αλλά αναπόφευκτο συνακόλουθο της παραγωγικής δραστηριότητας τού ανθρώπου. «Η ευλογία (ευτυχία) δεν είναι ανταμοιβή της αρετής, αλλά η ίδια η αρετή». Η σπουδαιότητα της άποψης τού Σπινόζα για την αρετή βρίσκεται στη δυναμική έννοια της δύναμης. Ο Γκαίτε, ο Γκυγιώμ, ο Νίτσε, για ν’ αναφέρουμε λίγα μόνο εξέχοντα ονόματα, οικοδόμησαν τις ηθικές τους θεωρίες πάνω στην ίδια σκέψη —ότι δηλαδή η απόλαυση δεν είναι πρωτεύον κίνητρο δράσης, αλλά συνακόλουθο παραγωγικής δραστηριότητας.

Κλειδί στην άποψη τού Σπένσερ σχετικά με την αρχή απόλαυσης και πόνου είναι η έννοια της εξέλιξης. ’Ισχυρίζεται ότι η απόλαυση και ο πόνος ασκούν τη βιολογική λειτουργία να υποκινούν τον άνθρωπο να ενεργεί σύμφωνα με ότι είναι ωφέλιμο γι’ αυτόν ατομικά, καθώς και για την ανθρώπινη φυλή. Γίνονται κατά συνέπεια, απαραίτητοι παράγοντες του εξελικτικού προτσές. «ΟΙ πόνοι είναι Οι συναφείς με το πλήγωμα τού οργανισμού πράξεις, ενώ οι απολαύσεις είναι Οι πράξεις πού συντείνουν στην ευημερία του». «Το άτομο η το είδος διατηρείται από μέρα σε μέρα στη ζωή Επιδιώκοντας το ευχάριστο η αποφεύγοντας το δυσάρεστο». Η απόλαυση, ενώ αποτελεί υποκειμενικό βίωμα, δεν μπορεί να κριθεί μόνο σαν υποκειμενικό στοιχείο. ’Έχει μια αντικειμενική άποψη, την άποψη, δηλαδή, της φυσικής και πνευματικής ευημερίας τού ανθρώπου.

Ο Σπένσερ παραδέχεται ότι στο σημερινό πολιτισμό μας, παρατηρούνται πολλές περιπτώσεις βιωμάτων «διεστραμμένης» απόλαυσης η πόνου και εξηγεί το φαινόμενο αυτό με τις αντιθέσεις και τις ατέλειες της κοινωνίας. Διατείνεται ότι «με την πλήρη προσαρμογή της ανθρωπότητας στο κοινωνικό κράτος, θα Επικρατήσει η αναγνώριση των αληθειών πώς Οι πράξεις είναι ολόπλευρα σωστές μόνο όταν, Εκτός από τού να συμβάλουν στη μελλοντική ευτυχία, ειδική και γενική, είναι άμεσα ευχάριστες, και πώς 6 πόνος, όχι ό μακρινός, αλλά ό κοντινός, είναι συνακόλουθο πράξεων που είναι κακές». ’Αναφέρει ότι, Εκείνοι πού .πιστεύουν ότι ό πόνος έχει ευεργετική η ή απόλαυση βλαβερή Επίδραση, είναι υπεύθυνοι για μια διαστρέβλωση πού κάνει την Εξαίρεση να φαίνεται σαν κανόνας.

Ο Σπένσερ παραλληλίζει τη θεωρία του για τη βιολογική λειτουργία της απόλαυσης με κοινωνιολογική θεωρία. Προτείνει ότι «η αναμόρφωση της ανθρώπινης φύσης, έτσι πού να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της κοινωνικής ζωής, πρέπει με τον καιρό να κάνει ευχάριστες όλες τις δραστηριότητες, πού είναι απαραίτητες, και δυσάρεστες, τις δραστηριότητες εκείνες που έρχονται ·σε σύγκρουση μ’ αυτές τις απαιτήσεις». Και παρακάτω, «ότι η απόλαυση πού εξυπηρετεί τη χρήση μέσων για την πραγματοποίηση ενός σκοπού, γίνεται κι αυτή σκοπός».

Οι έννοιες τού Πλάτωνα, τού Αριστοτέλη, τού Σπινόζα και τού Σπένσερ περιλαμβάνουν από κοινού τις ιδέες:
1) ότι το υποκειμενικό βίωμα της απόλαυσης δεν αποτελεί αυτό καθεαυτό επαρκές κριτήριο αξίας.
2) Ότι η ευτυχία είναι συναφής με το καλό.
3) Ότι είναι δυνατό να βρεθεί ένα αντικειμενικό κριτήριο για την εκτίμηση της απόλαυσης.

Ο Πλάτων ανέφερε τον «καλό άνθρωπο» σαν κριτήριο για τη σωστή απόλαυση. Ο ’Αριστοτέλης, «το λειτούργημα τού ανθρώπου». Ο Σπινόζα, όπως και ό ’Αριστοτέλης, την πραγματοποίηση της φύσης τού ανθρώπου με τη χρήση των δυνάμεών της. Ο Σπένσερ, τη βιολογική και κοινωνική εξέλιξη τού ανθρώπου.

Οι παραπάνω θεωρίες για την απόλαυση και το ρόλο της στην ηθική, παρουσιάζουν το μειονέκτημα ότι δε συγκροτήθηκαν από ξεκαθαρισμένα όσο πρέπει στοιχειά, πού να βασίζονται σε διακριβωμένες τεχνικές μελέτες και παρατηρήσεις. Η -ψυχανάλυση, με τη λεπτομερειακή μελέτη των ασυνείδητων κινήτρων και της δυναμικής τού χαρακτήρα, έθεσε τα βάθρα για τη χρήση τέτοιων λεπτομερειακών τεχνικών μελέτης και παρατήρησης, κι έτσι μας -δίνει τη δυνατότητα να προωθήσουμε την εξέταση της απόλαυσης σαν κανόνα ζωής πέρα από το παραδοσιακό περιεχόμενό της.

Η ψυχανάλυση επιβεβαιώνει την άποψη, πού υποστηρίζουν Οι αντίπαλοι της ηδονιστικής ηθικής, ότι το υποκειμενικό βίωμα της ικανοποίησης είναι αυτό καθεαυτό απατηλό και δεν αποτελεί έγκυρο κριτήριο αξίας. Η ψυχαναλυτική διερεύνηση της φύσης των μαζοχιστικών επιθυμιών επιβεβαιώνει την ορθότητα της αντιηδονιστικης θέσης. ‘Όλες οι μαζοχιστικές επιθυμίες μπορούν να περιγραφούν σαν πόθος γι’ αυτό πού είναι βλαβερό •στο σύνολο της προσωπικότητας. Στις πιο έκδηλες μορφές του, ο μαζοχισμός είναι η επιθυμία για φυσικό πόνο και, στη συνέχεια, η γεύση χαράς απ’ αυτό τον πόνο. ‘Ως διαστροφή, ό μαζοχισμός συνδέεται με τη σεξουαλική διέγερση και ικανοποίηση, ενώ η επιθυμία τού πόνου είναι συνειδητή. «’Ηθικός ‘μαζοχισμός» είναι η επιθυμία για φυσική βλάβη, για ταπείνωση και κυριάρχηση. Συνήθως η επιθυμία αυτή δεν είναι συνειδητή, άλλα αιτιολογείται σαν υποταγή, αγάπη η αυταπάρνηση, η σαν αντίδραση στους νόμους της φύσης, στη μοίρα, η σε άλλες υπερβατές για τον άνθρωπο δυνάμεις. Η ψυχανάλυση δείχνει πόσο βαθιά απωθημένες και .πόσο τέλεια αιτιολογημένες μπορεί να είναι Οι μαζοχιστικές επιθυμίες.

Πάντως, τα μαζοχιστικά φαινόμενα, είναι ένα μόνο ιδιαίτερα εκπληκτικό παράδειγμα ασυνείδητων επιθυμιών πού είναι αντικειμενικά βλαβερές. Όλες Οι νευρώσεις μπορούν να κατανοηθούν σαν αποτέλεσμα ασυνείδητων επιθυμιών, πού τείνουν να παραβλάψουν και να παρεμποδίσουν την ανάπτυξη ενός ατόμου. Ο πόθος γι’ αυτό πού είναι βλαβερό αποτελεί την ουσία της ψυχικής ασθένειας. ’Έτσι, κάθε νεύρωση επιβεβαιώνει πώς η απόλαυση μπορεί να βρίσκεται σε αντίθεση με τα πραγματικά συμφέροντα τού ανθρώπου.

Η απόλαυση πού πηγάζει από την ικανοποίηση των νευρωτικών επιθυμιών μπορεί να είναι —χωρίς όμως αυτό να είναι απαραίτητο— ασυνείδητη. Η μαζοχιστική διαστροφή αποτελεί παράδειγμα συνειδητής απόλαυσης από μια νευρωτική επιθυμία. Το σαδιστικό άτομο, πού απολαμβάνει να ταπεινώνει άλλους, η ό φιλάργυρος πού χαίρεται το χρήμα πού θησαύρισε, μπορεί να έχει η να μην έχει επίγνωση της απόλαυσης πού αποκομίζει από την Ικανοποίηση της επιθυμίας του. Κατά πόσο μια τέτοια απόλαυση είναι η όχι συνειδητή η απωθημένη, εξαρτιέται από δύο παράγοντες: από την ένταση των δυνάμεων εκείνων, πού μέσα σ’ ένα άτομο αντιμάχονται τις παράλογες επιθυμίες, -και από το βαθμό στον όποιο τα ήθη της κοινωνίας καθιερώνουν η θέτουν έκτος νόμου την απόκτηση μιας τέτοιας απόλαυσης.

Η απώθηση της απόλαυσης μπορεί να έχει δυο διαφορετικές σημασίες. ‘Η λιγότερο ολοκληρωμένη και πιο συχνή μορφή απώθησης, είναι εκείνη στην οποία η απόλαυση γίνεται αισθητή συνειδητά, όχι όμως και σε συνδυασμό με την παράλογη επιθυμία, άλλα περισσότερο σαν αιτιολογημένη έκφραση της. Ό φιλάργυρος, λόγου χάρη, μπορεί να σκέφτεται ότι νιώθει ικανοποίηση επειδή προνοεί για την Οικογένειά του. Ό σαδιστής μπορεί να νιώθει πώς η απόλαυση του απορρέει από την αίσθηση του για την ηθική αγανάκτηση. Ό πιο ριζικός τύπος απώθησης είναι εκείνος όπου δεν υπάρχει επίγνωση καμιάς απόλαυσης. Πολλοί σαδιστές θ’ αρνηθούν ειλικρινά πως το βίωμα του να βλέπουν άλλους να ταπεινώνονται τους δίνει κάποιο αίσθημα ευχαρίστησης. ‘Ωστόσο, η ανάλυση των ονείρων τους και των ελεύθερων συνειρμών τους αποκαλύπτει την ύπαρξη ασυνείδητης απόλαυσης.

Ό πόνος και η δυστυχία μπορούν επίσης να είναι ασυνείδητα, και η απώθηση μπορεί να προσλάβει τις ίδιες μορφές πού περιγράψαμε σχετικά με την απόλαυση. Ένα άτομο μπορεί να αισθάνεται δυστυχισμένο, γιατί δεν έχει επιτυχία τόση, όσο θα επιθυμούσε, η γιατί έχει προσβληθεί η υγεία του, η εξαιτίας ορισμένων εξωτερικών περιστάσεων της ζωής του. Ωστόσο, ό βασικός λόγος για τη δυστυχία του αυτή μπορεί να είναι η έλλειψη από μέρους του παραγωγικότητας, το κενό της ζωής του, η ανικανότητά του ν’ αγαπάει, η οποιεσδήποτε άλλες εσωτερικές ανεπάρκειες πού τον κάνουν δυστυχισμένο. Αιτιολογεί, βέβαια, τη δυστυχία του, κι έτσι δεν αισθάνεται τη σύνδεση της με τα πραγματικά αίτια. Και πάλι, το τελειότερο είδος απώθησης της δυστυχίας παρατηρείται όπου δεν υπάρχει καθόλου συνείδηση της δυστυχίας. Στην περίπτωση αυτή, ένα άτομο πιστεύει ότι είναι πέρα για πέρα ευτυχισμένο, ενώ στην πραγματικότητα είναι δυσαρεστημένο και δυστυχισμένο.

Η έννοια της ασυνείδητης ευτυχίας -και δυστυχίας σκοντάφτει πάνω σε μια σημαντική αντίρρηση, πού λέει πώς η ευτυχία και η δυστυχία μας ταυτίζονται με το συνειδητό μας αίσθημα τού να είμαστε ευτυχισμένοι η δυστυχισμένοι και ότι το να ευχαριστηθούμε η να πονέσουμε χωρίς να το ξέρουμε, ισοδύναμε! με το να μην ευχαριστηθούμε η να μην πονέσουμε. Το επιχείρημα αυτό έχει κάτι περισσότερο από απλή θεωρητική σημασία. Η σπουδαιότητά του είναι πολύ μεγάλη ως προς τις κοινωνικές και ηθικές επιπτώσεις του. ’Αν Οι δούλοι δεν αντιλαμβάνονταν ότι η κατάσταση τους είναι οδυνηρή, πώς θα μπορούσε ο εξωτερικός παρατηρητής ν’ απορρίψει τη δουλεία στο όνομα της ευτυχίας τού ανθρώπου; ’Αν ο σύγχρονος άνθρωπος είναι τόσο ευτυχισμένος όσο ισχυρίζεται πώς είναι, δεν αποδείχνει αυτό ότι έχουμε οικοδομήσει τον καλύτερο από όλους τούς κόσμους πού μπορούν να Οικοδομηθούν; Δεν είναι η αυταπάτη της ευτυχίας μια επαρκής έννοια, η μάλλον δεν είναι «η αυταπάτη της ευτυχίας» μια αντιφατική έννοια;

Οι αντιρρήσεις αυτές αγνοούν το γεγονός ότι η ευτυχία, όπως και η δυστυχία, είναι κάτι περισσότερο από μια κατάσταση πνεύματος. Στην πραγματικότητα, η ευτυχία και η δυστυχία είναι εκφράσεις ολόκληρου τού οργανισμού, ολόκληρης της προσωπικότητας. Η ευτυχία συνδέεται με το δυνάμωμα της ζωτικότητας, την ένταση τού αισθήματος και της σκέψης και την παραγωγικότητα. Η δυστυχία συνδέεται με το αποδυνάμωμα αυτών των Ικανοτήτων και λειτουργιών». Η ευτυχία και η δυστυχία είναι σε τέτοιο βαθμό μια κατάσταση τού συνόλου της προσωπικότητάς μας, ώστε συχνά εκφράζονται καλύτερα από τις σωματικές αντιδράσεις παρά από το συνειδητό μας αίσθημα. Το τραβηγμένο πρόσωπο ενός ατόμου, η χαλαρότητα, η κούραση, η φυσικά συμπτώματα, όπως οι πονοκέφαλοι η οι ακόμη σοβαρότερες μορφές ασθένειας, είναι συχνά εκφράσεις δυστυχίας, ακριβώς όπως ένα φυσικό αίσθημα άνεσης μπορεί να είναι ένα από τα «συμπτώματα» ευτυχίας.

Πραγματικά, το σώμα μας είναι σε θέση να εξαπατηθεί! λιγότερο, σχετικά με την κατάσταση ευτυχίας απ’ όσο το μυαλό μας, όταν μπορεί να διασκεδάσει κάνεις με την ιδέα ότι κάποτε στο μέλλον η παρουσία κι ο βαθμός της ευτυχίας και της δυστυχίας θα μπορεί να συναχθέν από μια εξέταση των χημικών διεργασιών στο σώμα μας. Με τον ίδιο τρόπο η λειτουργία των πνευματικών και συναισθηματικών ικανοτήτων μας επηρεάζεται από την ευτυχία μας η από τη δυστυχία μας. Η οξύτητα της λογικής μας κι η ένταση των αισθημάτων μας εξάρτιονται από την ευτυχία η τη δυστυχία. ‘Η δυστυχία αποδυναμώνει η και παραλύει όλες τις φυσικές μας λειτουργίες. Η ευτυχία τις δυναμώνει. Το υποκειμενικό αίσθημα ότι είμαστε ευτυχισμένοι, όταν δεν είναι μια ιδιότητα της κατάστασης άνεσης ολόκληρου τού ατόμου, δεν είναι τίποτα’ άλλο παρά απατηλή σκέψη σχετικά μ έ ένα αίσθημα, και δεν έχει καμιά απόλυτα σχέση με την αυθεντική ευτυχία.

Την ευχαρίστηση η την ευδαιμονία πού υπάρχει μόνο στον εγκέφαλο ενός ανθρώπου, αλλά πού δεν αποτελεί συνθήκη της προσωπικότητάς του, προτείνω να την ονομάζουμε ψευδευχαρίστηση η ψευδοενδαιμονία. ‘Ένα άτομο, λόγου χάρη, κάνει ένα ταξίδι και συνειδητά αισθάνεται ευτυχισμένο. Μπορεί όμως να έχει αυτό το αίσθημα, γιατί η ευτυχία είναι αυτό πού υποτίθεται πώς πρέπει να νιώθει κανείς κάνοντας ένα ταξίδι αναψυχής. Στην πραγματικότητα μπορεί να είναι ασυνείδητα απογοητευμένος και δυστυχής. Την αλήθεια μπορεί να τού την αποκαλύψει ένα όνειρο. ’Η, ακόμη, μπορεί ν’ αναλογιστεί αργότερα ότι η ευτυχία του δεν ήταν αυθεντική. Ο ψευδόπονος μπορεί να παρατηρηθεί σε πολλές καταστάσεις, στις όποιες συμβατικά αναμένει κανείς, και κατά συνέπεια αισθάνεται λύπη η δυστυχία. Η ψευδοευχαρίστηση και ο ψευδόπονος είναι στην πραγματικότητα προσποιητά αισθήματα. Είναι περισσότερο σκέψεις σχετικά με αισθήματα παρά αυθεντικές συναισθηματικές εμπειρίες.


Από το βιβλίο Erich Fromm – Ο Άνθρωπος για τον Εαυτό του