
Γράφει ο Σπύρος Κυβέλλος στο www.classical-homeopathy.gr
Στο άκουσμα της λέξης «εμμηνόπαυση»
πολλές γυναίκες αισθάνονται τον αδυσώπητο χρόνο να τους χτυπάει την
πόρτα. Η περίοδος αυτή έχει ταυτιστεί συνειρμικά, με το τέλος της
νεότητας της γυναίκας. Είναι όμως πραγματικά έτσι ; Είναι ικανές οι
ορμονικές και όχι μόνο, αλλαγές που συμβαίνουν σε αυτή την φάση της ζωής
της , να καταστείλουν την δημιουργικότητα και την παραγωγικότητα που
χαρακτηρίζουν τον νεανικό πνεύμα μίας γυναίκας οιασδήποτε ηλικίας; Η
γνώση και η σωστή αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που προκύπτουν θα κάνουν
την διαφορά.
Η εμμηνόπαυση είναι βέβαια μία
φυσιολογική και αναμενόμενη χρονική στιγμή στην ζωή της γυναίκας,
σηματοδοτώντας την παύση της αναπαραγωγικής περιόδου. Για αυτό και δεν
πρέπει να νοείται ως νόσος. Η έμμηνος ρύση σταματά λόγω ανεπάρκειας των
ωοθηκών. Ο ορισμός της εμμηνόπαυσης περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα
ενός έτους χωρίς έμμηνο ρύση, ενώ τα χρόνια που προηγούνται και στα
οποία παρατηρούνται διαταραχές στον φυσιολογικό ωοοθηλακιορυκτικό κύκλο
χαρακτηρίζουν την προεμμμηνοπαυσιακή περίοδο. Ακολούθως τα χρόνια που
έπονται της εμμηνόπαυσης και στα οποία παρατηρούνται ακόμα συμπτώματα
αυτής χαρακτηρίζουν την μετεμμηνοπαυσιακή περίοδο. Όλη αυτή η φάση της
ορμονικής ζωής της γυναίκας, δηλαδή προ, κατά την διάρκεια και μετά την
εμμηνόπαυση είναι γνωστή ως κλιμακτήριος, αρχίζει δε στατιστικά μεταξύ
45 και 55 ετών. Πενήντα περίπου τοις εκατό των γυναικών οδηγούνται στην
εμμηνόπαυση στα πενήντα τους χρόνια.
Από πλευράς συμπτωμάτων, η μείωση των
οιστρογόνων καθόλη την διάρκεια της κλιμακτηρίου και ιδιαιτέρως κατά και
μετά την εμμηνόπαυση, μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα ποικίλης
έντασης. Οι αγγειοκινητικές διαταραχές που βιώνονται κυρίως ως εξάψεις,
πολύ συχνά νυχτερινές, αλλά και ως εφιδρώσεις και ταχυκαρδία είναι πολύ
συχνά συμπτώματα και παρατηρούνται σε ποσοστό πάνω από 70% των
γυναικών. Επίσης παρατηρούνται αλλαγές στο δέρμα και στο κολλαγόνο με
μείωση της ελαστικότητα και ξηρότητα. Συχνά συνυπάρχουν κολπική ατροφία,
ξηρότητα και δυσπαρεύνεια, συμπτώματα που έχουν επίπτωση στην ερωτική
ζωή της γυναίκας. Συχνότερη επίπτωση σε λοιμώξεις του ουρο-γεννητικού
συστήματος επίσης δεν είναι ασυνήθης. Η έλλειψη οιστρογόνων επίσης
επηρεάζει αρνητικά την έλευση της οστεοπόρωσης καθώς και την αναλογία
καλής –κακής χοληστερόλης υπέρ της δεύτερης, με αποτέλεσμα μεγαλύτερη
επίπτωση σε καρδιοαγγειακά νοσήματα.
Όλα αυτά, τα συνήθως πρωτόγνωρα
συμπτώματα στη γυναίκα, αλλά και η ίδια η μείωση των οιστρογόνων,
επηρεάζουν σημαντικά και τον ψυχισμό της , όπως είναι προφανές. Στο
σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι η βίωση ψυχικών συμπτωμάτων που
κυμαίνεται από απλή δυσφορία, μέχρι ανάπτυξης εξαιρετικού άγχους ή
καταθλιπτικών συνδρομών, εξατομικεύεται σημαντικά και εξαρτάται από
πολλούς άλλους παράγοντες. Η προηγηθείσα καλή συναισθηματική
ισορροπία, η ανάπτυξη υγιών και ενίοτε υποστηρικτικών κοινωνικών
σχέσεων, ή ύπαρξη δημιουργικής απασχόλησης και κυρίως η στήριξη της
γυναικείας υπόστασης είναι οι σημαντικότεροι από αυτούς.
Στο σημείο αυτό αντιλαμβανόμαστε ότι η
εμμηνοπαυσιακή γυναίκα είναι ένα κλασικό παράδειγμα αναγκαιότητας αυτού
που αποκαλούμε «ολιστική θεραπευτική προσέγγιση». Η Ομοιοπαθητική
Ιατρική σαν καταξιωμένο ολιστικό θεραπευτικό σύστημα, προσφέρει τις
υπηρεσίες της καθημερινά σε εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες σε όλον τον
κόσμο, που την εμπιστεύονται, σε αυτήν την ιδιαίτερη φάση της ζωής τους.
Είναι γνωστή η εξατομικευμένη
προσέγγιση στην Ομοιοπαθητική Ιατρική. Ασθενείς με την ίδια ιατρική
διάγνωση, λαμβάνουν διαφορετικό ομοιοπαθητικό φάρμακο, ανάλογα με τις
ιδιαιτερότητες των συμπτωμάτων αλλά και με το συνολικό ιδιοσυγκρασιακό
προφίλ τους. Ερωτήματα που ανιχνεύουν τις προδιαθέσεις, την
κληρονομικότητα, την συμπεριφορά του ανοσολογικού, του νευρικού και του
ορμονικού συστήματος είναι αναγκαία στην κλινική πράξη της
Ομοιοπαθητικής, ώστε να οδηγήσουν σε πληροφορίες για την ορθή
συνταγογράφηση του ενός και μόνο, κάθε φορά, «ομοίου φαρμάκου» με το
οποίο θα επιχειρηθεί η μέγιστη δυνατή ομοιοστασία, θεραπεία και πρόληψη.
Το αναμενόμενο, όπως αναφέρθηκε,
γεγονός των ορμονικών και άλλων αλλαγών στην γυναίκα εμμηνοπαυσιακής
περιόδου, οδηγεί συχνά τον Ομοιοπαθητικό ιατρό, να τροποποιεί τη
θεραπεία, δεδομένου ότι πολλά χαρακτηριστικά συμπτώματα που καθορίζουν
και το σωστό ομοιοπαθητικό φάρμακο, μεταβάλλονται. Σε περίπτωση που οι
μεταβολές αυτές αφορούν και τον ψυχισμό, τότε το φάρμακο που θα
επιλεγεί, πρέπει πρωτίστως να καλύπτει τα συμπτώματα αυτά. Η πάγια
νομολογία της Ομοιοπαθητικής Ιατρικής περιλαμβάνει την γνωστή συνθήκη
ότι: «η σωστή θεραπεία σε έναν οργανισμό έχει κατεύθυνση από μέσα προς
τα έξω», εννοώντας την ρύθμιση των ψυχικών και διανοητικών εκτροπών ως
διαδικασία υψηλότερης προτεραιότητας, αλλά και αναγκαία για την
περαιτέρω εξισορρόπηση των σωματικών συμπτωμάτων και της γενικότερης
ομοιοστασίας του οργανισμού.