Σελίδες

Thessaloniki video tour

23/7/14

Βιταμίνη D και καρκίνος: μια άγνωστη σχέση αποκαλύπτεται...




Γράφει ο Dr. Ρόδης Δ. Παπαρώδης, Ιατρός Ενδοκρινολόγος
Η βιταμίνη D αποτελεί σημαντικό παράγοντα ρύθμισης του μεταβολισμού στον άνθρωπο. Δυστυχώς, όμως, περιέχεται σε μικρές μόνο ποσότητες στις τροφές. Η σύνθεση της...
πραγματοποιείται στο δέρμα, με την έκθεση στην υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία και αποτελεί την μοναδική οδό εισόδου της στον οργανισμό σε επαρκείς ποσότητες. Η βιταμίνη αυτή ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1960 στο University of Wisconsin, μέλος του οποίου είναι και ο γράφων. Μέχρι σήμερα, χιλιάδες μελέτες έχουν αποδείξει τη μεγάλη της σημασία σε πολλές μεταβολικές οδούς. Κυρίαρχος είναι ο ρόλος της στην απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου από το έντερο, και την επαναρρόφησή τους από το νεφρό, τη διατήρηση της υγείας του σκελετού και την ενίσχυση της μυϊκής ισχύος και της ισορροπίας, με συνέπεια την ελάττωση των πτώσεων στους ηλικιωμένους, ενώ σημαντικός είναι και ο ρόλος της στη ρύθμιση της άμυνας του οργανισμού, αλλά και στην προστασία από τα καρδιαγγειακά νοσήματα.

Η πιθανότητα να επηρεάζει η βιταμίνη D την παθογένεση του καρκίνου, τις επιπλοκές και την πρόγνωσή του αποτέλεσε αντικείμενο εικασιών για πολλά χρόνια στην επιστημονική κοινότητα. Πολλές μικρές μελέτες, με ανεπαρκή τεκμηρίωση, και φτωχά δεδομένα υποδείκνυαν κάποια πρακτική σημασία αυτής της βιταμίνης, και διήγειραν τη φαντασία του κοινού. Αυτό άλλαξε σήμερα, όμως, μιας και πλέον οι αποδείξεις βρέθηκαν, χάρις τις προσπάθειες της ερευνητικής ομάδας του Ενδοκρινολογικού τμήματος του Πανεπιστημίου της Σαγκάης στην Κίνα. Οι ερευνητές αυτοί, με μια εξαιρετική εργασία που δημοσιεύεται στο τεύχος του Ιουλίου 2014 του επίσημου περιοδικού της Αμερικανικής Ενδοκρινολογικής Εταιρίας (The Endocrine Society), πραγματοποίησαν μια μετα-ανάλυση των ερευνητικών δεδομένων από 25 κλινικές δοκιμές με περισσότερους από 17.000 συμμετέχοντες, προκειμένου να υπολογίσουν τα όποια αποτελέσματα έχει η επάρκεια βιταμίνης D στην εξέλιξη και φυσική πορεία του καρκίνου γενικότερα.

Μεταξύ των αποτελεσμάτων περιλαμβάνεται η ανεύρεση ελαττωμένης θνησιμότητας από τον καρκίνο κατά 82% στους ασθενείς με τις υψηλότερες συγκεντρώσεις βιταμίνης D, σε σύγκριση με αυτούς με τις χαμηλότερες συγκεντρώσεις. Ειδικότερα παρατηρήθηκε χαμηλότερη θνησιμότητα κατά 35% σε ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου και 37% σε ασθενείς με καρκίνο του μαστού. Στον καρκίνο του πνεύμονα τα υψηλά επίπεδα βιταμίνης D σχετίζονταν με μια ελαττωμένη θνησιμότητα κατά 25%, που όμως δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Στους ασθενείς με λέμφωμα βρέθηκε μια σημαντική μείωση του κινδύνου θανάτου κατά 52%. Εντυπωσιακό επίσης ήταν το εύρημα ότι κάθε αύξηση της συγκέντρωσης της βιταμίνης D κατά 10nmol/L σχετίζονταν με μια ελάττωση της γενικότερης θνησιμότητας κατά 4%, ανεξάρτητα του είδους του καρκίνου.

Συνολικά αυτά τα ευρήματα τονίζουν τη μεγάλη σημασία της παρουσίας επαρκών συγκεντρώσεων βιταμίνης D στο σώμα μας, προκειμένου ο οργανισμός να ανταπεξέλθει στη μάχη κατά του καρκίνου. Αυτό πιθανόν να σχετίζεται με τα ευεργετικά αποτελέσματα της βιταμίνης D στη ρύθμιση της αμυντικής λειτουργίας του σώματος γενικότερα. Η μέτρηση και στη συνέχεια ρύθμιση των συγκεντρώσεων της βιταμίνης D στο Ενδοκρινολογικό ιατρείο ενδείκνυται σε όλους τους καρκινοπαθείς, προκειμένου να επιτευχθεί το μέγιστο δυνατό όφελος για αυτή την ευπαθή ομάδα του πληθυσμού. Οι αποδείξεις της πρακτικής της σημασίας είναι σαφείς, και πλέον απομένει και η πραγματοποίηση μιας προοπτικής μελέτης με στόχο την απόδειξη του οφέλους από τη βιταμίνη D.