
Ο ίδιος έδωσε συνέντευξη στο περιοδικό Closer, λέγοντας πώς αποφάσισε να μείνει πίσω. «Όταν χτύπησε ο σεισμός ήμουν στο πυρηνικό εργοστάσιο και δούλευα στο δρόμο. Όλοι έφυγαν, αλλά εγώ ζούσα με τους γονείς μου και η μητέρα μου δεν μπορούσε να περπατήσει».
Ένα μήνα αργότερα τα αδέρφια του ήρθαν και πήραν τους γονείς του μακριά από τη ραδιενεργό περιοχή, όμως αυτός έμεινε πίσω για να προσέχει τα σκυλιά του.

Πώς υιοθέτησε τα υπόλοιπα ζώα: «Αφού είχα μείνει δυο-τρεις μέρες μόνος, άκουσα το σκύλο του γείτονα να γαβγίζει. Ήταν πεινασμένος, έτσι άρχισα να τον φροντίζω. Έπειτα βρήκα άλλον έναν αδέσποτο σκύλο και ένα μήνα αργότερα περνούσα τον περισσότερο απ’ το χρόνο μου οδηγώντας τριγύρω στην περιοχή, ψάχνοντας για εγκαταλειμμένα ζώα. Υιοθέτησα σκυλιά, γάτες, κουνέλια, κοτόπουλα, πάπιες, αγελάδες – παραήταν πολλά για να τα μετράω. Τα τάιζα για να μην αγριέψουν».
Ο ίδιος λέει πως δεν φοβάται τη ραδιενέργεια - δεν πονάει και δεν φαίνεται. Ειδικά μετά την συνάντησή του με γιατρό λέει καθησυχασμένος: «Ένας γιατρός σε ένα πανεπιστήμιο μου είπε ότι ήμουν πάρα πολύ ραδιενεργός, αλλά θα χρειάζονταν 30 χρόνια για να εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα. Σε 30 χρόνια θα είμαι πάνω από 80. Είναι νορμάλ να πεθάνεις όταν είσαι 80».
Πώς είναι να μένεις σε έναν τόπο που δεν ζει κανείς άλλος; O Matsumura λέει πως νιώθει μοναξιά, αφού τη νύχτα δεν υπάρχει καν ηλεκτρισμός. «Πίνω καναδυό ποτήρια σάκε πριν πάω για ύπνο. Όταν έρθει το πρωί αισθάνομαι ξανά ζωντανός».
«Eίμαι θυμωμένος και με τους ανθρώπους και με την πολιτεία. Μας ξέχασαν, κάνουν σαν να μην υπάρχουμε, θέλουν απλά να το αφήσουν πίσω τους. Κι όμως δεν είναι έτσι», λέει ο ίδιος.